Λίγες ώρες πριν τη μεγάλη πρεμιέρα του Sonic Dances στη ΦΙΑΤ, η χορογράφος Βενετσιάνα Καλαμπαλίκη απαντά στις ερωτήσεις της δραματουργού του έργου, Ραλλούς Καρέλλα, σχετικά με την πορεία δημιουργία του Sonic Dances και όλων των ιδεών γύρω από αυτό.
Ραλλού Καρέλλα: Πότε προέκυψε η ιδέα για το Sonic Dances;
Βενετσιάνα Καλαμπαλίκη: Η ιδέα για το Sonic Dances γεννήθηκε μέσα από μια συνεχή καλλιτεχνική αναζήτηση γύρω από την αισθητική της προσβασιμότητας και τις δυνατότητες μιας πολυαισθητηριακής προσέγγισης του χορού. Στο πρώτο έργο μου, Re-call (Στέγη, 2020), πειραματίστηκα για πρώτη φορά με μία καλλιτεχνική προσέγγιση της ακουστικής περιγραφής ενσωματώνοντάς την στη μουσική του έργου, ώστε να ακούγεται σε όλο το κοινό, ανεξαρτήτως αναπηρίας. Πρόκειται για μία μορφή προφορικής αφήγησης, όπου περιγράφονται τα οπτικά στοιχεία ενός έργου διευκολύνοντας την κατανόησή του από άτομα με οπτική αναπηρία και προσφέρεται συνήθως ως ένα επιπρόσθετο κανάλι ήχου, διαθέσιμο σε όσες/ους τη χρειάζονται, μέσω ασύρματων ακουστικών, χωρίς να ακούγεται στον χώρο της παράστασης.
Ήδη από τότε αναζητούσα εργαλεία για να κάνω ένα έργο προσβάσιμο χωρίς να επιβάλλω την υποκειμενικότητα του βλέμματός μου στον τρόπο που θα περιγράψω τα οπτικά στοιχεία. Έγραψα ένα κείμενο που περιέγραφε τι συμβαίνει στη σκηνή όσο αντικειμενικά γίνεται και με στόχο να προσκαλέσω άτομα με οπτική αναπηρία σε ένα φαντασιακό ταξίδι συνδέοντας τον λόγο με τη μουσική της Θάλειας Ιωαννίδου.
Στο επόμενο έργο, Phrases (Kampnagel, 2022), εστίασα ακόμα παραπάνω σε αυτή την ιδέα δημιουργίας ενός προσβάσιμου έργου αφαιρώντας τη δική μου οπτική από την περιγραφή του
Περιέγραψα τις σκηνικές δράσεις σε ένα εκτενές κείμενο, κυρίως περιγράφοντας τα στοιχεία εκείνα που κανένα άτομο δεν βλέπει, όπως για παράδειγμα το εσωτερικό του σώματος ή την ιστορία του θεάτρου. Σε συνεργασία με τον συνθέτη Άντη Σκορδή, το κείμενο μελοποιήθηκε και μετατράπηκε σε τραγούδια με την φωνή της Κρίστια Μιχαήλ, τα οποία κυκλοφορούν στο ομώνυμο άλμπουμ Phrases. Αυτή η διασταύρωση του περιγραφικού, επιστημονικού λόγου με τη μουσική με στοιχεία σύγχρονης όπερας διαμόρφωσε μία δραματουργία στο έργο που δεν προέκυπτε από το περιεχόμενο του κειμένου, αλλά από την εκφορά του. Παράλληλα, ασχολήθηκα με την ιδέα της ύπαρξης του κειμένου επί σκηνής, ενός χορογραφημένου κειμένου, το οποίο προσκαλεί το κοινό σε μία ομαδική, ενεργητική ανάγνωση.
Ρ.Κ.: Στα έργα σου ασχολείσαι πάντα και με τη φωνή. Στο Sonic Dances πώς έγινε και τι σηματοδοτεί για εσένα το πέρασμα από τη φωνή ως λόγο στη φωνή ως ήχο/τραγούδι;
Β.Κ.: Ήδη από το πρώτο Phrases θέλησα να αναμείξω τον αφηγηματικό λόγο με το τραγούδι με στόχο να διαμορφωθεί η δραματουργία του έργου μουσικά. Στο Sonic Dances, λοιπόν, διατηρώντας τον στόχο να είναι το έργο προσβάσιμο, θέλησα να αφαιρέσω το εκτενές κείμενο περιγραφής. Το ενδιαφέρον μου στράφηκε προς τον ήχο που κρύβουν τα στοιχεία μιας φράσης και το πώς αυτό συνδέεται με το σώμα που την εκφέρει. Ήξερα ότι ήθελα να ασχοληθώ με τον ρυθμό και τη φωνή και μέσω του Άντη γνώρισα τις διαφορετικές δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει η πολυρυθμία, η συνύπαρξη δύο διαφορετικών ρυθμών. Μιλήσαμε για την ιδέα της μιας φράσης και για το ενδιαφέρον μου να κάνω ένα zoom in στην υλικότητά της. Ήθελα να είναι το χορεύον σώμα αυτό που θα εκφέρει την φράση δουλεύοντας με τη φωνή ως σώμα και το σώμα ως φωνή.
Έτσι, αντλώντας από τα γράμματα, τις συλλαβές και τις λέξεις αυτής της φράσης, ο Άντης έγραψε την παρτιτούρα του έργου για τρεις φωνές. Καμία από τις τρεις χορεύτριες δεν έχει εξασκηθεί στο τραγούδι και αυτή ήταν μία ωραία πρόκληση για εμάς. Με την καθοδήγηση της Σοφίας Σαρρή δουλέψαμε μεθοδικά ώστε να νιώσουμε άνετα με την χρήση της φωνής διατηρώντας την ιδέα ότι αυτή είναι συνδεδεμένη με το σώμα και την κίνηση. Παράλληλα θέλησα να εξελίξω την προσέγγισή μου στον υποτιτλισμό και να αναζητήσω τρόπους να υπάρχει στο έργο ως καλλιτεχνικό στοιχείο δίνοντας πληροφορίες για τα ηχητικά στοιχεία σε κωφά ή βαρήκοα άτομα. Συνεργάστηκα, λοιπόν, με τον εικαστικό Βarba Dee και τον σύμβουλο προσβασιμότητας Philipp Wacker για τον σχεδιασμό υποτίτλων που φέρουν την χειρονομία του καλλιτέχνη διατηρώντας την ιδιότητα της προσβασιμότητας.
View this post on Instagram
Ρ.Κ.: Στο συγκεκριμένο έργο ποια είναι η σχέση ήχου (μουσικής) – φωνής – κίνησης;
Β.Κ.: Στο Sonic Dances πραγματεύομαι την κίνηση και τον ήχο με ίσους όρους. Στόχος μου είναι η διαμόρφωση μιας πολυαισθητηριακής εμπειρίας με διαφορετικά σημεία πρόσβασης, αμφισβητώντας την κυριαρχία του οπτικού στην αναπαράσταση του χορού. Μαζί με τις χορεύτριες Χριστίνα Ζαχαρία και Ξένια Κογχυλάκη εξερευνήσαμε τα όρια μεταξύ σωματικής κίνησης και ακουστικής αντήχησης. Ζητούμενο είναι η δημιουργία ενός προσβάσιμου έργου για άτομα με και χωρίς αναπηρία επιδιώκοντας την ταύτιση του οπτικού και του ηχητικού περιεχομένου του έργου καθώς και την βιωματική πρόσληψη αυτού.
Ύστερα από την αναζήτηση μέσων για την επίτευξη αυτού του σκοπού, πήρα ως μελέτη περίπτωσης τον ρυθμό, ως κοινό σημείο πρόσβασης για όλα τα μέλη του κοινού. Έκανα αυτή την επιλογή γιατί ο ρυθμός μπορεί να εκφραστεί και να γίνει κατανοητός ταυτόχρονα οπτικά, μέσω της κίνησης, και ακουστικά μέσω του ήχου. Μου άρεσε η ιδέα ότι ο ρυθμός είναι θεμελιωμένος στην εμπειρία του σώματος, έχει τη δύναμη, δηλαδή, να ενσωματώνεται, εμπλέκοντας κινητικά τους θεατές/ακροατές του, όπως συμβαίνει για παράδειγμα όταν κρατάμε ασυνείδητα τον ρυθμό με το πόδι σε μία συναυλία. Έτσι, έθεσα τον ρυθμό ως το βασικό μέσο για τη δημιουργία μιας εμπειρίας ηχητικού χορού όπου το κοινό μπορεί να προσλάβει τη χορογραφία μέσω πολλαπλών αισθήσεων: μπορεί τόσο να δει, όσο και να ακούσει καθώς τους ρυθμικούς σχηματισμούς.
Ρ.Κ.: Πώς προκύπτει το κινητικό υλικό στο Sonic Dances και τι είναι αυτό που έχει σημασία για σένα σε σχέση με την κίνηση;
Β.Κ.: Tο Sonic Dances βασίζεται σε μία φράση η οποία εμφανίζεται τόσο ηχητικά από τις φωνές μας όσο και γραπτά σε προβολή στους τοίχους του χώρου. Στη διάρκεια του έργου η φράση αυτή αποδομείται σε γράμματα, συλλαβές και λέξεις και τα στοιχεία αυτά αποτελούν τη βάση της παρτιτούρας για τη φωνή από τον συνθέτη Άντη Σκορδή, αλλά και τη βάση για τον σχεδιασμό του υποτιτλισμού από τον εικαστικό Barba Dee. Μ’αυτό τον τρόπο, για μένα το έργο συνδέεται άμεσα με τη γλώσσα και τη γραφή.
Γι’αυτό τον λόγο αναζητήσαμε τρόπους να συνδέσουμε την κίνηση με τη χειρονομία και την υλικότητα της γραφής. Προσκάλεσα την Ξένια και τη Χριστίνα να φανταστούμε μαζί πώς μπορεί να μοιάζουν αυτές οι συλλαβές έξω από το χαρτί, στο σώμα και παράλληλα πώς μπορούμε να διαχειριστούμε τον κενό χώρο γύρω μας σαν ένα αόρατο χαρτί στο οποίο τοποθετούμε τις συλλαβές, και άρα έχουμε μαζί τους μία σχέση αφής, τις ακουμπάμε. Έτσι αναρωτηθήκαμε ποιες κινήσεις θα μπορούσαν να αποδοθούν σε κάθε συλλαβή. Αυτή η αναλογία παρέμεινε αρκετά αφαιρετική και γρήγορα καταλάβαμε ότι οποιαδήποτε κίνηση, αν την συνδέσουμε με τη φωνή, μας κάνει!
Έτσι, δεν με απασχόλησε ιδιαίτερα το ποιες ακριβώς θα ήταν αυτές οι κινήσεις· περισσότερο με ενδιέφερε να γεννούν μια αίσθηση αφής, προσκαλώντας το κοινό να τις “αισθανθεί”, και τελικά όλες μαζί να συγκροτούν μια φράση σε ροή, ανάλογη με εκείνη του λόγου. Με ενδιέφερε η ιδέα της πρακτικής ακρόασης της κίνησης τόσο στη σχέση που αναπτύσσουμε οι χορεύτριες μεταξύ μας, όσο και στη πρόσβαση που δύναται να δωθεί στον ήχο μέσω της κίνησης. Αναζήτησα ποια μπορεί να είναι η φωνή της κίνησης και ποια η κίνηση της φωνής και πώς μπορεί το κοινό να φανταστεί ότι ακούει τη φωνή βλέποντας την κίνηση, ή να φανταστεί την κίνηση ακούγοντας τη φωνή.
Ρ.Κ.: Σαν χορογράφος περνάς συχνά χρόνο δουλεύοντας μόνη σου και φτιάχνεις έργα, τα οποία παρουσιάζονται με τη μορφή σόλο. Πώς λειτουργεί η μετάβαση από τον πιο μοναχικό τρόπο δουλειάς στη δουλειά με ομάδα; Συγκεκριμένα για το Sοnic Dances πώς δούλεψες με τις/ τους συνεργάτιδες/–ες;
Β.Κ.: Ο χρόνος που έχω αφιερώσει σε ατομική έρευνα είναι πολύ σημαντικός για μένα ώστε να καταλάβω τι με ενδιαφέρει και πώς θέλω να το επικοινωνήσω με μια ομάδα καλλιτεχνών. Για το Sonic Dances είχα ήδη προετοιμαστεί αρκετά, καθώς είχε προηγηθεί μία μακρά περίοδος έρευνας στη Σεούλ, όπου δουλέψαμε με τέσσερεις χορεύτριες από εκεί και πραγματοποιήσαμε μία ανοιχτή παρουσίαση στο κοινό. Έτσι, στην Αθήνα ο τρόπος που δουλέψαμε στις πρόβες ήταν πολύ κοντά στο αρχικό μου πλάνο. Αρχικά, σε συνεργασία με τον Άντη διαμορφώθηκε μία πρώτη χορογραφική και φωνητική παρτιτούρα. Η ιδέα για την χορογραφία προέκυψε από την σχέση που έχουν οι αξίες στις πολυρυθμίες: Συναντιούνται και απομακρύνονται περιοδικά.
Για τις ανάγκες προσβασιμότητας του έργου συνεργάστηκα με τους συμβούλους προσβασιμότητας Άννα-Μαρία Φοσκώλου και Philipp Wacker. Ως άτομα με αναπηρία οι ίδιοι με καθοδήγησαν ώστε το έργο να δημιουργείται με και όχι μόνο για άτομα με αναπηρία. Από την αρχή ήταν πολύ υποστηρικτικοί στο εγχείρημα, ενώ δεν δίστασαν να με προειδοποιήσουν για τα ρίσκα που έχει η μη χρήση των υπηρεσιών προσβασιμότητας όπως συνηθίζεται. Με τις χορεύτριες Χριστίνα Ζαχαρία και Ξένια Κογχυλάκη αναπτύξαμε μία πρακτική βασισμένη στην ιδέα της πολυρυθμίας: την ταυτόχρονη ύπαρξη πολλών, συχνά αντικρουόμενων ρυθμών, καθένας από τους οποίους είναι ξεχωριστός, αλλά λειτουργεί μέσα στο ίδιο μουσικό πλαίσιο, όπου κάτι νέο και πιο σύνθετο γεννιέται από την αλληλεπίδραση απλών στοιχείων. Εξασκηθήκαμε στο να είμαστε μέρος ενός πολυρυθμικού συνόλου και να μπορούμε να διατηρήσουμε, στο μυαλό και το σώμα μας, έναν επιπλέον ρυθμό πέρα από εκείνον που παράγει η κάθε μία μόνη της. Η προσπάθεια που κάνουμε ώστε να δημιουργούμε κάθε μέρα λίγο παραπάνω χώρο ώστε να χωρέσουμε η κάθε μία, μία ακόμα πληροφορία από τον ρυθμό της άλλης, ανακαλύπτοντας πιο σύνθετες και πολυδιάστατες πτυχές της αντίληψης, είναι πολύ σημαντική για μένα.
Ρ.Κ.: Για το Sonic Dances δεν χρησιμοποίησες υπηρεσίες προσβασιμότητας, παρόλα αυτά πρόκειται για ένα έργο προσβάσιμο σε τυφλά, κωφά και βαρήκοα άτομα. Γιατί επιλέγεις αυτό τον τρόπο δουλειάς και παρουσίασης;
Β.Κ.: Προσεγγίζω την έννοια της προσβασιμότητας και τις αισθητικές προεκτάσεις αυτής στον τομέα του χορού ως μία πρακτική αποκέντρωσης του οπτικού ως του κυρίαρχου μέσου αναπαράστασης του χορού. Αναζητώ και δημιουργώ πολυαισθητηριακές εμπειρίες που προσφέρουν πολλαπλά σημεία πρόσβασης σε ένα χορογραφικό έργο. Πιστεύω πως η αναζήτηση διαφορετικών χορογραφικών μέσων που εξυπηρετούν την δημιουργία καθολικά προσβάσιμων έργων έχει την δυνατότητα να ξεκλειδώσει άλλες πτυχές του χορού και να αρθρώσει ερωτήματα σχετικά με το πώς προσλαμβάνουμε, αναλύουμε και αντιλαμβανόμαστε το σώμα, την κίνηση, τον χορό και την χορογραφία εν γένει.
Επαναπροσδιορίζω τη διαδικασία δημιουργίας των έργων μου και αναπτύσσω μεθοδολογίες που τα καθιστούν προσβάσιμα a priori, αντί να τα διαμορφώνω εκ των υστέρων με τα σχετικά, εξειδικευμένα, τεχνικά μέσα (π.χ. ακουστικά). Η σημασία και η απόλυτη αναγκαιότητα μετατροπής παραστάσεων σε προσβάσιμες μετά την ολοκλήρωση της δημιουργικής διαδικασίας, είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, με ενδιαφέρει να δουλεύω πέρα από την παροχή προσβάσιμων υπηρεσιών, οι οποίες προστίθενται εκ των υστέρων στα έργα, προς την αναζήτηση αισθητικών και καλλιτεχνικών μέσων για τη δημιουργία καθολικά προσβάσιμων έργων.
*Η παράσταση επιχορηγείται από το Υπουργείο Πολιτισμού, το Behörde für Kultur und Medien – Hamburg, το Ίδρυμα Hamburgische Kulturstiftung, το Ίδρυμα Claussen Simon Stiftung και το Scheherazade Stiftung. Η παράσταση υποστηρίζεται από το Ίδρυμα Ιωάννου Φ. Κωστοπούλου, το Goethe-Institut Athen, το FLUX Laboratory Athens μέσω καλλιτεχνικής φιλοξενίας και την ARTWORKS.
Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια για το Sonic Dances θα βρείτε εδώ.