Συντάκτης: Χριστακίδης Χρήστος
Το φετινό δημιούργημα του Γούντι Άλεν μας μεταφέρει στο Κόνι Αϊλαντ του 1950 και μας χαρίζει μία ακόμη πολύ δυνατή δραματική ερμηνεία από την κορυφαία στο είδος, Κέιτ Γουίνσλετ
Στα 83 του ο Γούντι Άλεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ακούραστος. Ακούραστος γιατί κάθε χρόνο, χωρίς κανένα διάλειμμα, βάζει την φαντασία και το σκηνοθετικό του ταλέντο για να παρουσιάσει κάτι καινούριο. Αυτό, άλλες φορές του έχει βγει σε καλό και έχει χαρίσει στο κοινό ταινίες όπως το Midnight in Paris(2011) και το Blue Jasmin (2013), ενώ άλλες μπορεί να μην τον βοήθησε αρκετά (Café Society, 2016). Φέτος διάλεξε γι’ ακόμη μία φορά την αγαπημένη του Νέα Υόρκη για να δημιουργήσει μια ιστορία με το όνομα “Wonder Wheel“. Μια ιστορία που ανέλαβε να “κουβαλήσει” η έμπειρη Κέιτ Γουίνσλετ και να αφηγηθεί η συνεχής έκπληξη, που ακούει στο όνομα Τζάστιν Τίμπερλεϊκ.
Πλοκή
Στο “Wonder Wheel”, η Τζίνι είναι μία πρώην ερασιτέχνης ηθοποιός και νυν σερβιτόρα σε μια ταβέρνα στην παραλία του Κόνι Άιλαντ, στο Μρούκλιν το 1950. Ζει μια μίζερη ζωή παντρεμένη με τον Χάμπτι, έναν χειριστή καρουζέλ στο λούνα παρκ του Κόνι Άιλαντ, και είναι αγανακτισμένη με τον μικρό της γιο που έχει την τάση να βάζει φωτιές “σε όλα τα μήκη και πλάτη” της παραλίας. Όλα όμως αλλάζουν, όταν γνωρίζει τον Μίκι, έναν νεαρό γοητευτικό ναυαγοσώστη. Οι δυο τους θα διατηρήσουν κρυφό δεσμό, μέχρι ο Μίκι να γνωρίσει τη θετή κόρη της Τζίνι, την Κάρολαϊν, η οποία θα του τραβήξει την προσοχή και αυτό θα δημιουργήσει αισθήματα ανασφάλειας στην ευάλωτη Τζίνι.
Πρώτα Σχόλια
Ό,τι αξιοσημείωτο έχει η ταινία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην καταπληκτική φωτογραφία του Βιτόριο Στοράρο. Ο πιστός συνεργάτης του Γούντι Άλεν κατάφερε γι’ακόμη μία φορά να εντυπωσιάσει το κοινό με τα πανέμορφα σκηνικά και την φανταστική “φιλτραρισμένη” εικόνα που παρουσίασε. Δημιουργεί ιδανικά για χάρη του κοινού ένα κινηματογραφικό ταξίδι σε μία πολύχρωμη και vintage πραγματικότητα στην οποία κυριαρχούν η 50s μουσική, η φασαρία του λούνα παρκ και το απέραντο γαλάζιο της παραλίας του Κόνι Άιλαντ.
Απ’ όλο αυτό το ειδυλλιακό πλαίσιο όμως, απέχουν οι πρωταγωνιστές οι οποίοι νοιάζονται μόνο για τις επιθυμίες τους που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ και για τα προβλήματα που τους βασανίζουν καθημερινά. Αυτά τα προβλήματα αποτυπώνονται στο πρόσωπο της Γουίνσλετ, το οποίο φωτίζεται κάθε φορά με διαφορετικό φως από το λούνα παρκ, ανάλογα με τη διάθεση του κυκλοθυμικού χαρακτήρα της.
Το σενάριο δεν έχει βάθος και δεν αναλύονται πολύ κάποιοι χαρακτήρες που θα είχαν αρκετό ενδιαφέρον, όπως ο εμπρηστής-γιος της Τζίνι, αυτό όμως δεν ήταν απαραίτητο στα μάτια του Γούντι Άλεν. Αυτό που ήθελε να επιτύχει ήταν το θεατρικό στοιχείο και το κατάφερε. Ήθελε να πείσει το κοινό πως αυτό που παρακινεί τους χαρακτήρες να δρουν όπως δρουν, είναι οι αδυναμίες και οι παρορμήσεις της στιγμής. Να αποδείξει ότι τα ανεκπλήρωτα όνειρα τους μπορούν ανά πάσα στιγμή να βγουν στην επιφάνεια και να καθορίσουν τις πράξεις και το μέλλον τους.
Το κλισέ της καταπιεσμένης γυναίκας που ερωτεύεται έναν νέο και ευαίσθητο καλλιτέχνη ναι μεν επιλέχθηκε και εδώ, αλλά η έξυπνη ιδέα του Γούντι Άλεν να μετατρέψει τον ποιητή σε ναυαγοσώστη που λειτουργεί σαν σανίδα σωτηρίας στη ζωή της “πνιγμένης” Τζίνι, δίνει μία ανανεωτική ματιά σε ένα αρκετά ανακυκλωμένο στερεότυπο. Βέβαια, η εξέλιξη της σχέσης τους σε ένα επίσης συνηθισμένο ερωτικό τρίγωνο κάνει την ιστορία λιγότερο θεατρική και περισσότερο γλυκανάλατη.
Ερμηνείες
Για την Κέιτ Γουίνσλετ τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά σε αυτόν τον ρόλο. Το υπεραρκετό της ταλέντο χαρίζει στο κοινό μία ερμηνεία που ίσως της χαρίσει ακόμη μία υποψηφιότητα. Κάνει τρομερή δουλειά παρουσιάζοντας την κατάθλιψη και την διπολισμό της Τζίνι με την υπερβολή και τις εκφράσεις που της αρμόζουν. Η ταινία είναι πάνω της, το αντιλαμβάνεται και βγάζει από μέσα της όλη τη θεατρικότητα που ο χαρακτήρας της απαιτεί.
Από την άλλη ο Τίμπερλεϊκ συνεχίζει να διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους της μουσική σκηνής που δοκίμασαν την τύχη τους στο σινεμά. Παίζει σαν ηθοποιός και όχι σαν τραγουδιστής. Τον βοηθάει βέβαια και το γεγονός ότι ο χαρακτήρας του έχει και ρόλο αφηγητή, κάτι στο οποίο δείχνει να έχει έμφυτο ταλέντο. Τέλος, οι δύο που συμπληρώνουν τον πρωταγωνιστικό καστ είναι ο Τζέιμς Μπελούσι (Χάμπτι) και η Τζούνο Τεμπλ (Καρολάινα). Ο πρώτος σε μία από τις καλύτερες εμφανίσεις του να είναι ένας αλκοολικός και συνάμα ευαίσθητος σύζυγος που νοιάζεται για την οικογένεια του και η δεύτερη, ως η κυνηγημένη κόρη του προηγούμενου, να αποδεικνύει ότι δεν ήταν τυχαία επιλογή για τον ρόλο.
Συνεπώς
Φανταστική επιλογή η τοποθεσία και η χρονολογία στην οποία διαδραματίζεται η ταινία. Ένα λούνα παρκ σε μια παραλία των 50s έχει όλα όσα χρειάζεται μία ρομαντική ιστορία εποχής. Χρώματα, φώτα, μουσική, φασαρία και αθωότητα. Όλα αυτά βοήθησαν πολύ στο τελικό αποτέλεσμα που ναι μεν είναι στενάχωρο, αλλά οπτικά είναι καταπληκτικό και πολύ πολύ καλοφτιαγμένο. Ωστόσο, η έλλειψη βάθους του σεναρίου θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την ταινία ως ένα πρόχειρο μελόδραμα, παρόλη την εξαιρετική δραματική δουλειά των ηθοποιών.
Με την υποστήριξη του Cineplexx
0