Δεν ξέρω αν επρόκειτο για ευλογία ή για κατάρα αλλά το προηγούμενο έτος η τύχη τα έφερε έτσι και βρέθηκα για λίγο λιγότερο από έξι μήνες στη γαλλική πρωτεύουσα στο πλαίσιο ανταλλαγής erasmus.
Ξεκαθαρίζω από νωρίς το τοπίο για να σου πω, αγαπημένε αναγνώστη, ότι αυτό το κείμενο δεν είναι ούτε παραδοσιακή travel πρόταση για το πού να πας για φαγητό στη μαγική γαλλική πόλη αλλά ούτε και το γνωστό κείμενο χαμαιλέων για την erasmus εμπειρία. Είναι η προσωπική κατάθεση ενός πρώην κάτοικου Παρισίων πάνω στα σύμβολα εκείνα που κουβαλά αυτή η περίεργη πόλη.
Η αλήθεια είναι ότι η γαλλική πόλη στην πρώτη επίσκεψη σε εξαπατά
Νομίζεις ότι βρίσκεσαι χαμένος στις σελίδες κάποιου μυθιστορήματος ποτισμένου στο μεδούλι του με όλες τις μυρωδιές του γαλλικού romance, με μουσική του Satie να ντύνει τις βόλτες σου και τα νερά του Σηκουάνα να δίνουν την ορμή στο σώμα σου να θέλει να εξερευνήσει κάθε σοκάκι.
Το Παρίσι είναι τα κτίριά του, είναι ο περήφανος ποταμός του, σημείο καθοριστικό, που σχίζει την πόλη στα δύο, χωρίζοντας τους ιντελεκτουέλ από τους σοβαρούς, τους μποέμ καλλιτέχνες από τους επιχειρηματίες, τους γιάπηδες από τους χίπηδες. Είναι οι σοβαροί του Παριζιάνοι, απρόσιτοι αν δεν προσπαθήσεις να τους κατανοήσεις, απλά δυσνόητοι αν μπεις στον κόπο να κάνεις την απόπειρα.
Είναι το παγωτό Berthillon που θα φας στο Île Saint-Louis μια από τις ελάχιστες μέρες που ο ήλιος θα αποφασίσει να ρίξει τις πολύτιμες και – για λίγες εμφανίσεις στην πόλη σας – ακτίνες του και η μελαγχολία θα δώσει τη θέση της στην όρεξη για ζωή. Όλοι θα βγουν στο Buttes Chaumont, με όσο το δυνατόν λιγότερα ρούχα και θα απολαύσουν το σπάνιο για τα δεδομένα της πόλης αλλά αναζωογονητικό φαινόμενο της ηλιοφάνειας. Για να ξανάρθει η κανονικότητα της συννεφιάς.
Έχω βάσιμες υποψίες ότι το Παρίσι είναι χτισμένο πάνω στις αντιθέσεις του. Η ουσία της πόλης αυτής είναι η συνύπαρξη του μποέμ με το σοβαρό, του σικ με το street, η ακριβή φτήνια, ο ήχος της γόβας στο πλακόστρωτο και η ιερότητα μιας Μονμάρτης δίπλα στον μύλο χρώματος rouge που θα σε κρατήσει ξάγρυπνο όλη τη νύχτα.
Και ένας πύργος να στέκει όρθιος, να μη λυγίζει μπροστά σε κανένα φως όλων αυτών των μηχανών που τον τυφλώνουν αλλά να μένει αγέραστος και ασυγκίνητος από τις προσβολές του Maupassant εκπέμποντας το δικό του φως, κι ας είναι για λίγο.
Του είναι αρκετό για να μονοπωλεί, να κάνει το μέρος του να στέκει για το όλον αυτής της πόλης, να την εκπροσωπεί και να κρύβει και ο ίδιος λίγη από την αντιφατική μαγεία της. Σε ένα σώμα να στέκει το μουντό του σίδερου και το γκλάμουρ του λαμπιονιού. Να βλέπεις την αντανάκλασή του στα νερά του προαναφερθέντος ποταμού και το κρασί να σε ζαλίζει, να βλέπεις το είδωλό σου να μοιάζει με παραίσθηση.
Δώσε του μια ευκαιρία να σου μιλήσει. Μη βιαστείς να πάρεις σουβενίρ. Το καλύτερο σουβενίρ θα το πάρεις όταν σταματήσεις να κοιτάς για αξιοθέατα. Το Παρίσι δεν θα το δεις. Θα το ακούσεις, θα το νιώσεις, μπορεί το άγγιγμά του στιγμές να σε ενοχλήσει, η μυρωδιά του να σου φέρει δυσφορία, η βροχή να σου χαλάσει τη μέρα στη Ντίσνειλαντ αλλά το μόνο ride που αξίζει είναι αυτό που θα πάρεις στη Μονμάρτη, σε ένα στενό τα μεσάνυχτα, με ένα κρασί αμφιβόλου ποιότητος στον δρόμο για το μετρό Abbesses κατεβαίνοντας…πόσα σκαλιά είπαμε;