O Θάνος Φερετζέλης γεννήθηκε στο Βόλο, μεγάλωσε στη Σκιάθο και από τότε που θυμάται τον εαυτό του ήθελε να γίνει ηθοποιός. Τελειώνοντας το σχολείο ήρθε στη Θεσσαλονίκη με τη δικαιολογία να σπουδάσει χειριστής υπολογιστών, όμως η αγάπη του για το χώρο του θεάτρου δεν άργησε να έρθει στην επιφάνεια. Απόφοιτος λοιπόν της ανώτερης σχολής θεάτρου Ροντίδη, ο Θάνος από το 2003 εμπλουτίζει ασταμάτητα το βιογραφικό του, καθώς έχει συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως ο Σίμος Κακάλας, ο Κωνσταντίνος Ρήγος, ο Γιάννης Ρήγας, ο Γιάννης Παρασκευόπουλος και πολλοί άλλοι. Αυτό το καλοκαίρι θεατρική του στέγη είναι το ΚΘΒΕ, καθώς πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Βικτόρ ή Τα παιδιά στην εξουσία», σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη.
Κάπως έτσι λοιπόν λίγο πριν από την παράσταση, βρεθήκαμε να συζητήσουμε με αφορμή το ρόλο του στο έργο. Προσπαθώντας να γνωρίσω λίγο καλύτερα τον «Αντωνάκη», βρέθηκα στη δίνη μιας πολύ όμορφης συζήτησης που μου σύστησε πολύ καλύτερα τον ίδιο το Θάνο. Μιλώντας για το θέατρο, την οικογένεια και τα όνειρα, φτάσαμε από τον μικρό Βικτόρ στις μεγάλες αλήθειες της ζωής, ανακαλύπτοντας πόσο μικρή είναι τελικά η απόσταση σε όλα αυτά.
Ποιος είναι ο Αντωνάκης Μανιώ;
“Ο Αντωνάκης Μανιώ είναι ένας από τους πιο αγαπημένους ρόλους που μου δόθηκε η ευκαιρία να κάνω και τον αγαπώ τρελά. Δεν έχει μεγάλη διάρκεια, αλλά το κείμενό του είναι τόσο συνοπτικό και περνάει από τόσα στάδια – για μένα είναι πρόκληση. Ο Αντωνάκης είναι το θύμα μιας κατάστασης, μιας αστικής κοινωνίας που όλοι ζουν στο ψέμα και κρύβονται πίσω από το δάχτυλό τους. Έχει ζήσει πολύ δύσκολα πράγματα, είναι ένας άνθρωπος που πληγώθηκε, από την πατρίδα του, από τη γυναίκα του, από τους φίλους του, οπότε δεν αντέχει. Κι επειδή λένε από παιδί κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, γι΄αυτό και ο Αντωνάκης επικοινωνεί με τον Βικτόρ.
Εννοείται πως κάποια πράγματα τα αποφασίσαμε με το σκηνοθέτη ώστε να είναι έτσι. Εγώ θεωρώ ότι ο Αντωνάκης έχει μετατραυματικό στρες. Δεν έχει όμως το θάρρος να μιλήσει ξεκάθαρα, αισθάνεται εγκλωβισμένος και δε βρίσκει κανέναν άλλο να επικοινωνήσει εκτός από τον Βικτόρ. Είναι δειλός. Υπάρχουν πάρα πολλοί Αντωνάκηδες στη ζωή μας με την έννοια του πληγωμένου και προδομένου ανθρώπου. Σημασία όμως έχει να πολεμάς και να αγωνίζεσαι για το καλύτερο.
Συνήθως όποιος μιλάει και λέει αλήθειες αντιμετωπίζεται περίεργα. Δύσκολα οι άνθρωποι δέχονται αλήθειες, ακόμα και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Το να κοιταχτείς στον καθρέφτη και να μιλήσεις με ειλικρίνεια δεν είναι κάτι που μπορούν να το κάνουν όλοι. Βέβαια για μένα αυτό είναι ένα μεγάλο βήμα για να γίνεις καλύτερος άνθρωπος. Γιατί συνήθως κατηγορούμε τους άλλους χωρίς να δούμε πού φταίμε εμείς για αυτό. Έψαξες λίγο να δεις πού μπορεί να ακουμπάει αυτό που σου λένε; Έστω και για ένα χιλιοστό μπορεί να σε αλλάξει. Εγώ είμαι ειλικρινής με τον εαυτό μου σε βαθμό κακουργήματος και όσο μεγαλώνω θέλω να βλέπω τα πράγματα όσο πιο αληθινά γίνεται. Πρέπει να ρισκάρουμε, να μιλάμε, να συζητάμε. Και νομίζω πως, όπως εγώ θέλω να μου λένε αλήθειες, έτσι και πρέπει να τις λέω κι εγώ.”
Ρωτώντας λοιπόν αν το θέατρο είναι ένας τρόπος για να λέμε αλήθειες, η απάντηση ήταν ένα μεγαλόψυχο “ναι”. Ως ηθοποιός ψάχνει πάντα να βρει την αλήθεια του ρόλου και να τον δικαιολογήσει μέσα του, για να μπορέσει να τον αντέξει. Αλλά αναζητά μέσα στους ρόλους και τη δική του αλήθεια, ώστε να μπορέσει να την επικοινωνήσει με το κοινό. Και αυτό είναι, όπως μου επισημαίνει, που τον κρατάει τόσο δυνατό σε αυτή τη δουλειά, παρά τις δυσκολίες της.
Ένα έργο όμως το οποίο είναι γραμμένο για την κοινωνία του περασμένου αιώνα, γιατί παραμένει τόσο σύγχρονο; Τι είναι αυτό που δεν έχει αλλάξει;
«”Μοναχογιοκρατορία” λέει στο έργο ο Βικτόρ. Η καριέρα του τέλειου παιδιού που υπακούει, διαβάζει, είναι τέλειος για τους άλλους, είναι υπόδειγμα μαθητή, αλλά χάνει την ουσία. Βλέπουμε μια οικογένεια που είναι τρία άτομα και δε μπορούν να επικοινωνήσουν πραγματικά. Είναι πράγματα που πάντα γινόντουσαν και θα συνεχίσουν να γίνονται. Το θέμα είναι όμως όσοι βλέπουν το έργο και αντικρίζουν αυτές τις σχέσεις, κάτι μέσα τους να μετακινείται. Το παιδί θέλει οι γονείς του να είναι ευτυχισμένοι για να είναι κι αυτό και καταλαβαίνει πολύ καλά το ψέμα και την υποκρισία.
Είμαστε σε μια κοινωνία που υπάρχουν πολλά διαζύγια κι έχουμε κάπως απελευθερωθεί από στερεότυπα όπως τον άντρα να έχει εμπειρίες και τη γυναίκα να παντρεύεται από πολύ μικρή και να δημιουργούνται οικογένειες γιατί “έτσι έπρεπε να είναι”. Ίσως όμως με τα χρόνια το κομμάτι της επικοινωνίας, και λόγω της τεχνολογίας, να χειροτερεύει. Κάποτε ήταν όλα πιο έντονα. Περίμενες πότε θα χτυπήσει το τηλέφωνο με αγωνία. Έχουμε χάσει πολύ από την συζήτηση, να πίνουμε τον καφέ μας και να συζητάμε. Είναι στο χέρι μας όμως να αντιστεκόμαστε λίγο στα πράγματα.»
Σαν θεατής ένιωσα το έργο αυτό, μέσα από το τέχνασμα του σουρεαλισμού, να ασκεί έντονη κριτική στην καθεστηκυία τάξη των πραγμάτων. Και γι’ αυτό μου γεννήθηκε η απορία αν είναι απαραίτητα τέτοια τεχνάσματα για να μιλήσει το θέατρο με πιο καυστικό τρόπο, τέτοια «ελαφρυντικά».
«Ό,τι και να κάνουμε είναι ένα έργο που γράφτηκε με σκοπό να πει κάποια πράγματα στον κόσμο. Ο τρόπος που θα παιχτεί είναι καθαρά σκηνοθετικός, αλλά παίρνουμε πάντα αφορμή από το κείμενο για να μιλήσουμε. Δε το νιώθω όμως ως κριτική. Αν κάναμε επιθεώρηση θα ήταν πιο “στα μούτρα”. Με τη μεταφορά ενός έργου που γράφτηκε το 1929 είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπουμε πως οι άνθρωποι παραμένουμε ίδιοι. Λέμε το έργο και ο καθένας έχει το ελεύθερο να εισπράξει ό,τι θέλει. Δεν είμαστε τόσο συγκεκριμένοι, το έργο μιλάει από μόνο του, εμείς καλούμαστε να υποστηρίξουμε τους χαρακτήρες.»
Μου αποκαλύπτει πως δεν ήταν ακριβώς επιλογή να έχει έδρα του τα τελευταία χρόνια τη Θεσσαλονίκη, αλλά πως ήρθαν έτσι τα πράγματα, γιατί του έτυχαν καλές δουλειές εδώ και αυτό τον κράτησε με έναν τρόπο. Αλλά δε θέλει να σκέφτεται ότι αυτό είναι και θα είναι εδώ για πάντα.
«Αν θέλουμε να έχουμε μέσα μας μια καλλιτεχνική υπόσταση, έχουμε ανάγκη την τρέλα και την ανησυχία. Είναι καλό να κρατάμε τον εαυτό μας σε εγρήγορση».
Με τον Βικτόρ να είναι η τρίτη δουλειά που κάνει σε κλειστό θέατρο καλοκαίρι, μου μίλησε για αυτή τη νέα επιλογή που σου δίνει η πόλη. Είμαστε στην Ελλάδα έχουμε συνδυάσει το θέατρο το καλοκαίρι με το έξω, αλλά από την άλλη γιατί όχι; Επισήμανε μάλιστα πως πρόκειται για κάτι που συμβαίνει σε άλλες χώρες, δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Οι παραστάσεις σε ανοιχτό θέατρο θέλουν βέβαια, όπως υποστηρίζει, και άλλη ενέργεια. Όπως και στο σινεμά όμως, δεν πάνε όλοι το καλοκαίρι στα θερινά, γιατί λοιπόν να μη γίνεται το ίδιο και στο θέατρο;
Ρωτώντας αν υπάρχει κάτι που να λείπει από το θέατρο της Θεσσαλονίκης, η απάντηση ήρθε με ένα μικρό παράπονο:
«Θα ήθελα να γίνονται κι άλλα πράγματα στην πόλη. Το ΚΘΒΕ τα τελευταία χρόνια έχει ανοίξει πολύ τις δράσεις του κι έχει πάει παραέξω. Υπάρχουν όμως τόσες μικρές ομάδες στην πόλη που δεν έχουν βοήθεια και θα μπορούσαν να κάνουν παραπάνω πράγματα. Τους στερείται το όνειρο και η δημιουργικότητα. Στενοχωριέμαι πολύ όταν κλείνουν τέτοιες ομάδες επειδή δεν έχουν οικονομική βοήθεια».
Στον επίλογο της συζήτησης, μια φράση που ήρθε λίγο σαν ευχή, είναι και αυτή που συνοψίζει τη θεατρική κοσμοθεωρία του Θάνου Φερετζέλη, μια κοσμοθεωρία που είχα την τύχη, έστω για μία ώρα, να ακούσω ένα κομμάτι της.
Δε πρέπει να αφήνουμε κανέναν να στέκεται εμπόδιο στα όνειρά μας. Πρέπει να πολεμάμε γι αυτά και κάθε δυσκολία να μας κάνει ακόμα πιο δυνατούς. Τίποτα δε πρέπει να γίνεται αναίμακτα. Θέλει προσπάθεια και κόπο. Και αυτό είναι το θέατρο που θέλω να κάνω. Πρέπει να ταλαιπωρούμαστε λίγο για να βγουν πράγματα, και τα εμπόδια να γίνονται εφόδια και όχι τοίχοι που δε μπορούμε να προσπεράσουμε.