Ψάχνουμε, ανακαλύπτουμε και ερχόμαστε όσο περισσότερο μπορούμε σε επαφή με νέους μουσικούς που ακούσαμε, γνωρίσαμε μέσα από τη δουλειά τους και αγαπήσαμε. Αυτή τη φορά το επίκεντρο της προσοχής μας έπεσε στον Rami Winston. Εμείς, ήρθαμε πρώτη φορά σε επαφή με τη μουσική του στο TedX-University Of Aegean στην Σύρο, όπου και τον ακούσαμε με τους μουσικούς του: Δημήτρη Γρηγοριάδη, Γιώργο Κατσάνο και Νίκο Κόρπα-Καμαριανό να παίζουν με πάθος το Ankara Sunrise και φυσικά δεν μπoρούσε να διαφύγει της προσοχής μας.
Μιας και η βάση του είναι στην Αθήνα, και οι αποστάσεις μας χωρίζουν ακόμη περισσότερο τον τελευταίο καιρό ήρθαμε σε επικοινωνία μαζί του μέσω βιντεοκλήσης και μέσα από μια κουβέντα που καταγράψαμε, καταφέραμε να τον γνωρίσουμε λίγο καλύτερα. Αφού, λοιπόν, τα τεχνικά προβλήματα που προέκυψαν στην αρχή κατάφεραν και να σπάσουν τον πάγο, οι ερωτήσεις μου ξεκίνησαν και οι απαντήσεις του, φυσικά, ακολούθησαν:
Πότε και πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη μουσική;
Όταν ήμουν στο σχολείο, νομίζω περίπου 12 χρονών, έπαιζα μανιωδώς ένα παιχνίδι στο Playstation I, το Music 2000, όπου ουσιαστικά παράγεις ή αναπαράγεις δικά σου τραγούδια και αυτή ήταν η πρώτη ου επαφή με τη μουσική και την σύνθεση. Στα 14 μου πια, δούλεψα έναν μήνα με τον αδερφό μου ώστε να πάρω την πρώτη μου ηλεκτρική κιθάρα. Την ήθελα πάρα πολύ. Και από τη στιγμή που την έπιασα στα χέρια μου ξεκίνησα να το ψάχνω. Ξεκίνησα ως αυτοδίδακτος και τα κομμάτια που έγραφα στο παιχνίδι στο Playstation τα μετέφερα πλέον στην κιθάρα και είχα χαρεί πάρα πολύ. Για να μη στα πολυλογώ, τις πρώτες δυο εβδομάδες δε την είχα αφήσει από τα χέρια μου.
Οπότε ήταν τελικά το video game που σε ώθησε να ασχοληθείς και να ψαχτείς παραπάνω με την μουσική;
Δεν θα το ‘λεγα. Ίσως αυτή ήταν η αφορμή, αλλά όχι η κύρια αιτία. Και πριν από αυτό είχα μια καλλιτεχνική τάση, ζωγράφιζα πάρα πολύ. Με το που ξεκίνησα, βέβαια, να παίζω κιθάρα, δεν έπιασα ποτέ ξανά μολύβι για να ζωγραφίσω. Υπήρχε μονίμως αυτή η ανάγκη μου να διοχετεύσω όση καλλιτεχνική ενέργεια είχα τότε και έχω, βέβαια, ακόμη. Οπότε μάλλον αυτό ήταν που με ώθησε να συνεχίσω να ασχολούμαι μέχρι και σήμερα.
Πολλοί μουσικοί περιορίζονται μέσα από τις ήδη υπάρχουσες ταμπέλες- κατηγορίες μουσικής. Εσύ που θα κατέτασσες την μουσική που γράφεις και παίζεις;
Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει ένα συγκεκριμένο στυλ, μια κατηγορία που να είμαι απόλυτα πιστός. Εντάξει, κάθε project, album ή single μπορεί να είναι πιο κοντά σε μια κατηγορία διαφορετική κάθε φορά. Γενικότερα, όμως δεν μπορώ να συμμορφωθώ με ένα στυλ το οποίο θα διατηρώ σε όλα μου τα κομμάτια. Το στυλ στο οποίο πλησιάζουν πολλά από τα κομμάτια μου είναι το Lo-Fi. Όταν ξεκίνησα, βέβαια, να παίζω μουσική είχα γοητευτεί πάρα πολύ από τη Blues και κάπως ακόμα και σήμερα προσπαθώ να κάνω βήματα κοντά σε αυτήν. Έτρεφα και τρέφω πολύ μεγάλη αγάπη για αυτή τη μουσική. Πάντα υπάρχουν κάποια στοιχεία, κάποιες επιρροές από αυτήν στα κομμάτια μου.
Καθώς στα τραγούδια σου γράφεις τόσο τη μουσική όσο και τους στίχους, τι είναι αυτό που σε εμπνέει περισσότερο;
Η αλήθεια είναι πως οι στίχοι από τα τραγούδια μου είναι σαν ένα προσωπικό μου λεύκωμα. Πραγματικά κάθε κομμάτι εκφράζει ό,τι με απασχολεί την συγκεκριμένη περίοδο που το έγραψα. Κάθε φορά, δηλαδή, που ξαναπαίζω ένα παλιό μου κομμάτι μού υπενθυμίζει πώς ένιωθα και τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ξαναθυμάμαι γιατί το έγραψα και τι σκεφτόμουν τότε. Για να σου δώσω ένα παράδειγμα, οι Radiohead είχαν δηλώσει πως δεν έπαιζαν στις συναυλίες τους το Creep γιατί δεν εξέφραζε πια τον Thom Yorke και ότι δεν βιώνει πια το συναίσθημα που ένιωθε όταν το έγραφε. Είναι λογικό να συμβεί κάτι τέτοιο. Εγώ πάντως δεν έχω φτάσει σε αυτό το σημείο με τα τραγούδια μου. Όσο εξακολουθούν τα κομμάτια μου να με εκφράζουν μουσικά η αναβίωση έρχεται από μόνη της.
Θα ήθελες να μοιραστείς κάποια ιστορία που κρύβουν τα τραγούδια σου, το background πίσω από κάποιο από αυτα;
Όπως σου είπα μέσα από τους στίχους μου είναι σαν να γράφω κάποιο λεύκωμα- ημερολόγιο. Έτσι πολλά περιέχουν αναμνήσεις που έχω από παιδί. Για παράδειγμα στο The Garden αναφέρω για κάποιους αστερισμούς που είναι μια εικόνα πολύ έντονα αποτυπωμένη στο μυαλό μου. Όταν είχα γυρίσει στην Ελλάδα, υπήρχε μια νοσταλγία για την Συρία. Θυμάμαι που τα καλοκαίρια, έκανε πάρα πολλή ζέστη και το βράδυ, όταν δρόσιζε λίγο κοιμόμασταν με τα ξαδέρφια μου στην οροφή του σπιτιού. Από εκεί, καθώς ο ουρανός ήταν πάρα πολύ καθαρός, καθόμασταν και χαζεύαμε τα αστέρια για ώρες. Είναι μια πολύ έντονη ανάμνηση αυτή που έχω από τα παιδικά μου χρόνια. Ο τίτλος βέβαια του τραγουδιού είναι “αφιερωμένος” στο κήπο της γιαγιάς μου που ήταν γεμάτος τριαντάφυλλα. Αυτά, λοιπόν, είναι και τα τριαντάφυλλα που υπόσχομαι στο τραγούδι πως θα δώσω αν καταφέρουμε να πάμε πίσω στη Συρία.
Πώς ήταν η περίοδος της καραντίνας για σένα; Παρέμεινες μουσικά δημιουργικός;
Στην αρχή πέρασα μια φάση που φρίκαρα λίγο. Είχα συνηθίσει να βγαίνω σχετικά συχνά. Εν τέλει, όμως, το απόλαυσα αρκετά, γιατί εκτίμησα το χώρο μου. Επειδή δεν είχα την επιλογή, όπως όλοι, να “σπαταλήσω το χρόνο” μου έξω, κατάφερα να προχωρήσω με σημαντικά για μένα project. Για παράδειγμα, η σύνθεση του καινούριου μας δίσκου με τους Supersoul είναι σχεδόν έτοιμη. Ήταν μια διαδικασία που απόλαυσα πάρα πολύ. Αποτέλεσε και μια καλή ευκαιρία για να κάτσω να γράψω και το Hurts Like a Motherfucker, που είναι και κάπως σχετικό με την κατάσταση που όλοι περάσαμε.
Τι άλλο να περιμένουμε, λοιπόν, στο μέλλον;
Τις επόμενες ημέρες, η αλήθεια είναι πως θα βγάλουμε ένα κομμάτι μέσα από μια κολεκτίβα, την Diverse City με τον Aprovoli και άλλους καλλιτέχνες. Υπάρχει, όμως και ένα project για το οποίο είμαι πάρα πολύ ενθουσιασμένος. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα το κάνω αλλά τελικά να που ήρθε η ώρα. Ουσιαστικά είναι psychedelia με ακουστικές κιθάρες, κάποια κρουστά και αραβικό στίχο . Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος από το τρόπου που προχωράει. Βρίσκεται προς το παρόν στα μισά της σύνθεσης και κάποια στιγμή θα βγει μάλλον σαν album.
11