Συντάκτης: Χριστακίδης Χρήστος
Η νέα ταινία του Σπίλμπεργκ αποτελεί μία ωδή στη δημοσιογραφία και μας χαρίζει για πρώτη φορά τον Τομ Χανκς και τη Μέριλ Στριπ στο ίδιο “σανίδι” .
Είναι μερικές ταινίες που είναι “καταδικασμένες” να επιτύχουν . Κάποιες μπορεί να έχουν πολύ ενδιαφέρον και πρωτότυπο σενάριο, άλλες μπορεί να είναι σκηνοθετημένες από έναν πολύ φημισμένο σκηνοθέτη και κάποιες άλλες μπορεί να περιέχουν στο καστ τους πολύ σημαντικά ονόματα της υποκριτικής. Τι συμβαίνει όμως όταν αυτά τα τρία συνδυάζονται; Τι συμβαίνει όταν σε μία ταινία συρράπτονται κυβερνητικά σκάνδαλα, ίσως ο καλύτερος κινηματογραφιστής μιας γενιάς και δύο ηθοποιοί που με τους ρόλους τους έχουν αφήσει ιστορία; Αυτό το ερώτημα ήρθε για να μας απαντήσει το “The Post” του Στίβεν Σπίλμπεργκ.
Ο Σπίλμπεργκ πήρε το πράσινο φως για να δημιουργήσει το “The Post” μόλις τον περσινό Φεβρουάριο. Δηλαδή είχε λιγότερο από ένα χρόνο να σκηνοθετήσει μία ταινία, η οποία μιλάει για την αποκάλυψη ενός εκ των σημαντικότερων σκανδάλων στην ιστορία των ΗΠΑ. Αυτή η ταινία έπρεπε να βγει τώρα στις αίθουσες. Τώρα που ο Αμερικανός πρόεδρος βρίσκεται σε μάχη με τα media- και όλο τον κόσμο- , όπως και ο αντίστοιχος της ταινίας (Νίξον) και τώρα που τα fake news και η προπαγανδιστική δημοσιογραφία ακμάζουν.
Το σενάριο της Λιζ Χάνα και του Τζος Σίνγκερ (όσκαρ για το “Spotlight“) για να αποδοθεί σωστά σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα χρειαζόταν έναν Σπίλμπεργκ. Όμως αυτός, μέσα σε αυτούς τους 6 μήνες είχε να ανησυχεί και για το “Ready Player One“. Συνειδητοποιώντας, λοιπόν, το ελάχιστο χρονικό περιθώριο, o Σπίλμπεργκ αποφάσισε να χρησιμοποιήσει συγχρόνως δύο άσους από το μανίκι του και να μας κάνει ένα τεράστιο δώρο αναθέτοντας τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στον Τομ Χανκς και την Μέριλ Στριπ. Τους μοναδικούς δύο ανθρώπους που θα τα έβγαζαν πέρα σε μία τόσο “βαριά” ταινία, σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Πλοκή
Το καλοκαίρι του 1971 η εκδότρια της Washington Post, Κάθριν Γκράχαμ, έρχεται στη δύσκολη θέση της απόφασης του αν θα επιτρέψει στην εφημερίδα της να δημοσιοποιήσει απόρρητα έγγραφα του πενταγώνου που αφορούσαν την εμπλοκή της Αμερικής στον πόλεμο του Βιετνάμ. Τα έγγραφα περιείχαν μια μελέτη σύμφωνα με την οποία τέσσερις Αμερικανοί πρόεδροι και οι κυβερνήσεις τους, συγκάλυπταν παρασκηνιακά γεγονότα του πολέμου.
Η Γκράχαμ, μαζί με τον μάχιμο δημοσιογράφο της Post, Μπεν Μπράντλι , δεν είχε μόνο να ανησυχεί για την επικείμενη δίωξη της εφημερίδας της από την κυβέρνηση Νίξον, στην περίπτωση δημοσιοποίησης των εγγράφων, αλλά και για την χρεοκοπία της -οικονομικά στριμωγμένης- εφημερίδας της που μόλις είχε μπει στο χρηματιστήριο με σκοπό να αποκτήσει καινούριους επενδυτές. Όλα αυτά, ενώ ήταν η μοναδική γυναίκα εκδότρια εφημερίδας, σε έναν ανδροκρατούμενο κλάδο, ο οποίος αρνιόταν πεισματικά να την πάρει στα σοβαρά.
Πρώτα Σχόλια
Η ταινία είναι προσεγμένη μέχρι την παραμικρή της λεπτομέρεια. Δεν έχει κανένα σημάδι βιασύνης αποδεικνύοντας ότι ο Σπίλμπεργκ, μπορεί να πετύχει και υπό την πίεση του χρόνου. Ο οσκαρικός σκηνοθέτης δεν υπερβάλλει σε κανένα σημείο της ταινίας -ίσως μόνο λίγο στην αρχή, στην τοποθέτηση των χαρακτήρων- και διαχειρίζεται έξοχα ένα πολύ “ευαίσθητο” σενάριο το οποίο προσδίδει στην ταινία γνωρίσματα ενός πολιτικού θρίλερ και κοινωνικού δράματος. Πάνω απ’ όλα όμως, λειτουργεί ως μια ιστορική περιγραφή γεγονότων που στιγμάτισαν τον λαό της Αμερικής και όχι μόνο, στα χρόνια της κυβέρνησης Νίξον. Όπως και το προπέρσινο Spotlight, αποτελεί μια ωδή στη δημοσιογραφία, βασισμένο στον κώδικα δεοντολογίας, παρουσιάζοντας ανθρώπους που αφιέρωσαν την ζωή τους στην αποκάλυψη της αλήθειας.
Η αγωνία έρχεται μετά τη μέση της ταινίας αλλά λειτουργεί ιδανικά και απ’ εκεί και πέρα απλά γίνεσαι ένα μαζί της. Νοιάζεσαι για τους πρωταγωνιστές και για τις προσπάθειες τους λες και είσαι και εσύ ανάμεσα τους. Διότι η αποκάλυψη της αλήθειας είναι κάτι το οποίο δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο. Η μουσική από τον συνήθη ύποπτο συνεργάτη του Σπίλμπεργκ , Τζον Γουίλιαμς, βοηθάει στην κλιμάκωση αυτής της αγωνίας και ντύνει όμορφα σκηνές και γεγονότα.
Ερμηνείες
Η Μέριλ Στριπ δεν μπορεί να παίξει άσχημα, ας το παραδεχτούμε. Μέσω των εκφράσεων του προσώπου της και μέσω της ιδιαίτερης φωνή της, με το αυτό χαρακτηριστικό τρέμουλο, κάνει κάθε ρόλο δικό της ολοκληρωτικά. Έτσι κι αυτόν της Κέι Γκράχαμ. Προσδίδει στον ρόλο το άγχος και τον φόβο απέναντι στην αποτυχία, μιας γυναίκας που παλεύει για πολλά σε έναν κόσμο που στις γυναίκες αναλογούν τα λίγα, τα πολύ λίγα. Οι εκφράσεις της στα συμβούλια και στις επαγγελματικές συζητήσεις, που αποτελούνται ολοκληρωτικά από άνδρες, μπορεί να διατηρούν την ευγένεια και τη φινέτσα της, αλλά κρύβουν μία βόμβα που όλο και περισσότερο οδεύει προς την επιφάνεια και στο τέλος δημιουργεί μια τεράστια “έκρηξη”.
Από την άλλη, ο Τομ Χανκς, είναι πάντα διαφορετικός αλλά συνάμα πάντα τόσο εξαίρετος. Κάθε ρόλος γι’ αυτόν είναι μία καινούρια ιστορία, που πρέπει να αφηγηθεί χωρίς κανένα ψεγάδι. Κάθε φορά προσπαθεί για το τέλειο και κάθε φορά το καταφέρνει, γιατί το ταλέντο του είναι απαράμιλλο. Αυτό κάνει και στον ρόλο του Μπεν Μπράντλι, του δημοσιογράφου που η Γκράχαμ είχε ανάγκη στο πλευρό της για να τολμήσει αυτό που κανείς δεν περίμενε. Ενός ανθρώπου που έχει αφιερώσει ό,τι έχει και δεν έχει στον αγώνα για ενημέρωση και μέχρι και σήμερα αποτελεί παράδειγμα για τους νεότερους δημοσιογράφους. Σε μία συνεχή εγρήγορση και με έξυπνες ατάκες να βγαίνουν συνεχώς από το στόμα του, ο χαρακτήρας του Μπράντλι είναι εκείνος ο άνθρωπος που δεν ασκεί την δημοσιογραφία ως επάγγελμα αλλά ως λειτούργημα, το οποίο ασκείται σωστά μόνο όταν όλα βγαίνουν στο φως.
Συνεπώς
Το “The Post” δεν είναι απλά μία ακόμα αληθινή ιστορία που έγινε ταινία. Είναι μια ταινία που τονίζει πολλά και διδάσκει ακόμα περισσότερα. Θέλει όχι μόνο να ικανοποιήσει τους θεατές αλλά να τους στιγματίσει και να τους προβληματίσει για το παρελθόν αλλά κυρίως για το παρόν. Είναι καλό να υπάρχουν τέτοιες ταινίες γιατί χρειάζονται τέτοια παραδείγματα ανθρώπων και πράξεων στις μέρες μας. Ανθρώπων που θέλουν να ξεχωρίσουν και πιστεύουν ότι η ενημέρωση οφείλει να εξυπηρετεί τον λαό και όχι τους πολιτικούς.
Με την υποστήριξη του Cineplexx
0