Ο Πέτρος Μάλαμας μας συστήθηκε το 2015 με τον πρώτο του προσωπικό δίσκο, την “Καναδέζα“. Καταφέραμε να δούμε λίγο μέσα από τα μάτια του, ακούγοντας τη μουσική και του στίχους του. Λίγα χρόνια αργότερα ερμήνευει, στο δίσκο “Κοιτάσματα“, τραγούδια σε στίχους Πάνου Δημητρόπουλου και μουσική Λεωνίδα Μπαλάφα. Πιο πρόσφατη, όμως, είναι η μελοποίηση των ερωτικών στίχων του Άλκη Αλκαίου στο δίσκο του “ΟδηγίεςΠροςΝαυτιλομένους“. Αφορμή, λοιπόν, της συζήτησης μας υπήρξε ο τελευταίος δίσκος, οι συχνές εμφανίσεις του Πέτρου στη Θεσσαλονίκη αλλά και το τελευταίο τραγούδι που ηχογράφησε, “Σε αυτές τις στράτες” στο πλαίσιο ενός project στο YouTube με όνομα “Τα Σκέτα” που ξεκίνησε ο Σωκράτης Μάλαμας. Έτσι περάσαμε λίγη ώρα μαζί του κουβεντιάζοντας και λύνοντας πολλές από τις απορίες που έχουμε για αυτόν τον “φανταστικό χαρακτήρα” που αιώνες βασανίζει τα λουλούδια και κλείνει τις πληγές μας με τραγούδια.
Είναι Παρασκευή βράδυ και τον περιμένω σε ένα από τα μαγαζάκια κοντά στη ΡωμαΪκή Αγορά να συζητήσουμε. Συναντιόμαστε, καθόμαστε, παραγγέλνουμε και για λίγη ώρα μιλάμε για τα live του Σαββάτου στο Fix Factory of Sound, όπου εμφανίζεται ο Σωκράτης Μάλαμας για όλο τον Φεβρουάριο με τους μουσικούς του, την Ιουλία Καραπατάκη και τον Πέτρο. Σύντομα, η ηχογράφηση μαζί με τις ερωτήσεις μου ξεκινάνε:
Ολόκληρη η “Καναδέζα” αποτελείται από τραγούδια γραμμένα από εσένα, ποιο ήταν, όμως, το πρώτο τραγούδι που έχεις γράψει και τι απέγινε;
Ήταν ένα τραγούδι που δεν του έβαλα κάποιο τίτλο. Ήταν σε πρωτόλεια μορφή. Νομίζω δε το παρουσίασα και σε κανέναν. Ήταν υπαρξιακό-ερωτικό, ξέρεις, αυτά τα προβλήματα τα αιώνια που μας απασχολούν. Το έγραψα όταν ήμουν 14. Σε εκείνη την ηλικία και για κανένα χρόνο έγραφα διάφορα τραγούδια. Το πιο πετυχημένο από αυτά ήταν ένα που είχε στιχάκια εμπνευσμένα από Πολυδούρη. Το παράξενο με εκείνα τα τραγούδια είναι ότι μου είχαν φανεί πολύ απλοϊκές οι μελωδίες τους και γι’αυτό τα παράτησα. 10 χρόνια μετά ξαναπιάνοντάς τα συνειδητοποίησα ότι τέτοιες μελωδίες γράφω. Μάλλον εκείνη τη στιγμή δεν ήμουν έτοιμος να το δεχτώ ή είχα κάποια άλλη εικόνα για τον εαυτό μου. Ποιος ξέρει;
Υπάρχουν τραγούδια που είχες γράψει σε εκείνη τη περίοδο της ζωής σου αλλά συμπεριέλαβες στον δίσκο σου;
Όχι. Μάλλον έτσι όπως το έχω κάνει μέχρι στιγμής είναι ανέφικτο κάτι τέτοιο. 10 χρόνια μετά που ξεκίνησα πιο αποφασισμένα να ασχολούμαι με τη μουσική, ήξερα, δηλαδή, πως μου αρέσει να το κάνω αυτό, μελοποίησα μια συλλογή του Νίκου Γκάτσου, για την οποία δεν πήρα ποτέ τα δικαιώματα και δεν έχει εκδοθεί. Εγώ, όμως, την έκανα. Μετά στον Καναδά, έγραψα τη μουσική για τη “Καναδέζα”.
Δε κράτησα κάτι από το παρελθόν. Δεν κρατάω αποθήκη, έχω μια μανία να τα καίω. Τελείωσε εκείνη η περίοδος ολοκληρωτικά. Ό,τι βγάλω τώρα. Οι ιδέες του παρελθόντος μπορεί να μετασχηματιστούν, αλλά ήταν απλά ιδέες. Δεν είχαν γίνει ακόμα τραγούδια . Μια ηχογράφηση π.χ. που μπορεί να έχω στο κινητό από έναν ρυθμό που κάνω “ντούρου-ντούρου” με το στόμα πιθανώς να εξελιχθεί τελικά σε τραγούδι. Δεν έχει συμβεί μέχρι στιγμής, υποθετικά μιλάω. Η αλήθεια είναι πως έχω ανάγκη από ενότητες. Έχω ανάγκη από πλαίσιο για να μπορώ να είμαι δημιουργικός. Διαφορετικά είμαι χαώδης.
Έχω μεγαλώσει στην εποχή των δίσκων και μέσα στο κεφάλι μου κάθε ενότητα είναι ένας δίσκος. Οι εποχές όμως αλλάζουν και προκύπτουν και ξέμπαρκα πράγματα τα οποία δεν μπορώ να εντάξω κάπου. Άλλωστε, οι δίσκοι δεν έχουν άλλη χρήση, πέρα από τη δική μας συναισθηματική σύνδεση. Ο περισσότερος κόσμος ακούει μεμονωμένα τραγούδια.
Προηγείται η σύνθεση της μουσικής ή οι στίχοι; Εσύ τι προτιμάς;
Είτε το ένα, είτε το άλλο. Δεν έχει αξία. Έχει, όμως, σημασία για το πως θα εξελιχθεί το κομμάτι. Είναι άλλο παιχνίδι. Εγώ προτιμώ να μη βαριέμαι. Μέχρι τώρα το κάνω κάπως εναλλάξ, δηλαδή δούλεψα πάνω στα στιχάκια του Γκάτσου, μετά έγραψα τα δικά μου στιχάκια πάνω στη δική μου μουσική. Εκεί, πρώτα έφτιαξα τη μουσική και μετά το στίχο. Μετά μελοποίησα Αλκαίο. Τώρα γράφω στίχους ξεχωριστά, δε ξέρω που θα με πάει αυτό. Άλλες φορές ξεχωριστά μελωδίες. Δε ξέρω πως θα συνδεθούν αυτά τα δυο και αν θα συνδεθούν. Αν γράψω στίχους που μου αρέσουν αυτοτελώς, ίσως να τους μελοποιήσει κάποιος άλλος. Θα ήθελα να υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον, κάποιο παιχνίδι.
Στους στίχους που έχεις γράψει ο ίδιος φαίνεται να έχεις μια ιδιαίτερη σχέση με τη γλώσσα. Θεωρείς πως είναι εργαλείο ή παιχνίδι;
Έχω ιδιαίτερη σχέση, κυρίως με τη θεατρική γλώσσα. Κάποτε σπούδαζα θέατρο, έπαιζα θέατρο. Παρ’όλα αυτά το βάζω πάντα σε ένα πλαίσιο παιχνιδιού γιατί αλλιώς η αναζήτηση, η αποτύπωση, η έκφραση, η τέχνη μπορούν να σου δημιουργήσουν μια ακαμψία. Γιατί τι είναι άλλωστε σημαντικό να λέγεται σε έναν κόσμο που ζει και πεθαίνει καθημερινά; Είναι λίγο αμήχανο αυτό. Αν δεν είναι παιχνίδι, αν δεν έχει μέσα μια ποιότητα αθωότητας εμένα με παγώνει η αποτύπωση και ο μεταβολισμός της πραγματικότητας. Όπως τα παιδιά στη διάρκεια του παιχνιδιού μπορούν να αποποιηθούν την ταυτότητα τους, αυτό προσπαθώ να καταφέρω και εγώ. Έχουν ειπωθεί τόσα πολλά, τόσα εκατομμύρια λόγια που αν το φιλτράρεις, τελικά τίποτα δεν θα σου φανεί άξιο να ειπωθεί.
Πώς έφτασαν στα χέρια σου οι στίχοι του Άλκη Αλκαίου και πώς πήρες την απόφαση να ασχοληθείς με αυτούς;
Στο σπίτι μου υπάρχουν χιλιάδες στιχάκια. Θέλω να πω στο σπίτι μας, το πατρικό. Ο πατέρας μου ήταν και φίλος με τον Άλκη, μπορείς να βρεις τα άπαντα εκεί. Ήταν μια συλλογή που είχε κάνει πολύ μικρός. Με κάποιο τρόπο τη διάβασα και με ενθουσίασε. Ο σκοπός της αναζήτησης μου μέσα σε αυτούς τους φακέλους ήταν επειδή ο Σωκράτης χρειαζότανε υλικό. Μου είπε μια μέρα: “Ψάξε, αν δεις κάτι ωραίο, να μου το προτείνεις“. Για να το μελοποιήσει, έτσι; Και εγώ ενθουσιάστηκα με αυτούς τους στίχους και του τους έδειξα και μου απάντησε: “Δεν αισθάνομαι το ίδιο, δεν μοιράζομαι τον ενθουσιασμό σου” . Του απάντησα ” Κακώς, θα πάω να τα ζητήσω εγώ από του δικαιούχους“. Και τα ζήτησα για να κάνω μια πρώτη δοκιμή. Και όντως μου έδωσαν τα δικαιώματα.
Πότε αισθάνθηκες περισσότερο πλήρης όσον αφορά το τελευταίο σου δίσκο, “ΟδηγίεςΠροςΝαυτιλομένους”;
Η αλήθεια είναι πως δε τα έχω χωνέψει ακόμα. Πλήρης ένιωσα όταν τα διάβασα, καταρχήν, πρώτη φορά, όπως σου είπα. Εκείνη την ώρα ένιωσα πως αυτό είναι κάτι που πραγματικά με αφορά. Αισθάνθηκα πλήρης και μελοποιώντας τα όμως. Με κάποιο τρόπο τα κουβαλούσα καιρό μαζί μου, 2 χρόνια περίπου, τα διάβαζα, καθόμουν τα κοιτούσα, τα μελετούσα. Δημιουργήθηκαν, όμως, πολύ αυθόρμητα, μέσα σε μια μέρα. Μια νύχτα, ας πούμε καλύτερα.
Είπες,νωρίτερα πως θέλεις να υπάρχει κάποιο ενδιαφέρον, κάποιο παιχνίδι. Όταν παίζεις ένα τραγούδι στη σκηνή ξανά και ξανά επαναφέρονται μνήμες και συναισθήματα που είχες όταν το έγραψες ή το μελοποίησες ή μπορεί και να ρουτινιάσει;
Κοίτα, σε μια βόλτα που είχαμε κάνει με τον Νίκο Παπαϊωάννου επαρχία, είχαμε πάει από Ορεστιάδα μέχρι Πύργο και από Φλώρινα μέχρι Ρόδο. Νομίζω, 40- 45 live, ήτανε και σειρές, δηλαδή 5 μέρες σερί. Εκείνο το χειμώνα μετά από τόσα live που παίζαμε, ξυπνούσαμε, οδηγούσαμε, φτάναμε ίσα ίσα να κάνουμε sound check, “σμπαράλια” κατάσταση… Τότε για κάποια live παίξαμε με το ίδιο playlist και άρχισε να γίνεται κάπως πιο μηχανικά όλο αυτό. Κι’ όμως και με μια μόνο ανακατάταξη, ένα “έτσι” τα κομμάτια φτάνει για να μην αισθανθείς πως ρουτινιάζεις.
Στην ουσία, όμως, την αφορμή για το τραγούδι δε θα τη βαρεθείς ποτέ. Είναι μέσα σου με κάποιο τρόπο, με το τρόπο που το αγάπησες. Μπορεί να βαρεθείς την εκτέλεση. Μπορεί να βαρεθείς το ίδιο τέμπο και να θες να το δοκιμάσεις λίγο πιο αργά, σε έναν άλλο τόνο. Από την άλλη βέβαια, για να κρατάω το δικό μου ενδιαφέρον άσβεστο δεν μπορώ να κάνω αυθαίρετες αλλαγές. Πρέπει να ταιριάζει και στο τραγούδι η αλλαγή. Αλλιώς το αποννοηματοδοτείς. Κάθε φορά, άλλωστε, είναι και η τελευταία εν δυνάμει φορά που θα το τραγουδήσεις, θα ΄πρεπε να μπορείς να το σέβεσαι αυτό.
Ανεξάρτητα και από τα τεχνικά χαρακτηριστικά η μνήμη είναι εκεί.
Υπάρχει και λειτουργεί παράξενα και με τα τραγούδια που γράφουμε εμείς και με τα τραγούδια που γράφουν άλλοι και αγαπάμε. Η μνήμη μπορεί να έχει να κάνει με το πως το ευχήθηκες να γραφτεί, πως και που το έγραφες, που το εξέθεσες, τι έχεις περάσει με αυτό το τραγούδι. Φέρεις τις στιγμές που το έχεις τραγουδήσει αλλά και ακούσει, αν είναι άλλου. Μπορεί να το άκουγες μικρός. Ένα τραγούδι γραμμένο από τον Μάνο Χατζιδάκι φέρει το δικό του στόρι, την δική σου εμπλοκή αλλά και όλες τις φορές που το τραγούδησες. Έχει μέσα και τα αρώματα όποιου το έχει αγαπήσει…
Υπάρχει ιδανικό κοινό; Ποιο είναι αυτό για σένα;
Υπάρχει. Είναι σχέση αυτό το πράγμα. Ιδανικό είναι όταν με κάποιο τρόπο μέσα στο εκάστοτε κλίμα καταφέρνεις και ανοίγεις, ας πούμε έναν δρόμο, και πηγαίνεις μια βόλτα αυτούς τους ανθρώπους από τραγούδι σε τραγούδι. Το νιώθεις αυτό και το αντιλαμβάνεσαι εκείνη τη στιγμή, όχι τόσο οπτικά όμως. Είναι σαν θέρμη, το νιώθεις από τις παύσεις, από την ένταση που δίνεις και λαμβάνεις. Λειτουργεί σαν το βυθό της θάλασσας, σαν κύμα, κάπως “πάμε όλοι μαζί”.
Η συνεργασία με τον Λεωνίδα Μπαλάφα στον δίσκο “Κοιτάσματα” πως προέκυψε;
Υπάρχει μια ιστορία πίσω από αυτό. Παίζοντας στην Αθήνα σε μια μπουάτ με τον Νίκο το 2014, νομίζω, τότε ακόμα έφτιαχνα τα τραγούδια της “Καναδέζας”. Δοκιμάζαμε κάποια από αυτά τότε στα live μας. Κατά κύριο λόγο παίζαμε τα τραγούδια του Γκάτσου, που είχα μελοποιήσει, και διασκευές άλλων. Με αυτά κρατούσαμε το πρόγραμμα. Μέσα σε αυτά τα τραγούδια άλλων έπαιζα και ένα του Λεωνίδα Μπαλάφα. Την ώρα, λοιπόν, που το έπαιζα, άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ο ίδιος. Έπαιζα το “Του νου η πονηριά” από τον Απηλιώτη και του λέω: ” Καλά, μπαίνεις και μου κλέβεις το χειροκρότημα; Κάθεσαι έξω από μαγαζιά και περιμένεις να ακούσεις πότε θα παίξουν τραγούδια σου;” Και με αυτό το τρόπο έγινε η γνωριμία μας. Έκατσε μετά σε όλο το live, τα πίναμε μαζί μέχρι το πρωί και κάπως έτσι ξεκίνησε η συνεργασία για να φτιάξουμε αυτό τον δίσκο.
Τι άλλο να περιμένουμε, λοιπόν;
Τι άλλο; Δεν ξέρω. Να μη περιμένετε τίποτα. Εντάξει η αλήθεια είναι πως όλο κάτι φτιάχνω. Όλο κάτι σκέφτομαι. Δοκιμάζουμε διάφορα πράγματα. Πιο πολλά στιχάκια σημειώνω παρά μελωδίες αυτό το καιρό. Πέρασα μια περίοδο που δε σημείωνα τόσο. Η αλήθεια είναι πως τους τελευταίους μήνες έχω το τετράδιο παραμάσχαλα. Παίζω με τα μολύβια, με τι λέξεις. Κάπως έτσι πάει αλλά ποιος ξέρει, πότε, τι και πως θα γίνει;
12