Το καλοκαίρι σιγά σιγά τελειώνει και επιτέλους σε ελληνικό έδαφος το “Once Upon a Time in Hollywood” έκανε την εμφάνισή του. Δεδομένου ότι στην Ελλάδα το καλοκαίρι είναι ουσιαστικά “νεκρή” περίοδος για τον κινηματογράφο, η περιέργεια και η αναμονή για μια τέτοια ταινία αυξανόταν. Tη στιγμή, μάλιστα, που άργησε να προβληθεί στη χώρα μας σε σχέση με το πότε προβλήθηκε στον υπόλοιπο κόσμο.
Το όνομα Quentin Tarantino δεν μας είναι φυσικά άγνωστο.
Το έχουμε συνδέσει με συγκεκριμένες κινηματογραφικές τεχνικές και είναι σίγουρα από εκείνους τους σκηνοθέτες με το δικό τους ιδιαίτερο στιλ. Γι’ αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα ονόματα στον χώρο και ταυτόχρονα μία από τις πιο ιδιόρρυθμες φυσιογνωμίες. Πάντα με ένα ιδιαίτερο σενάριο, πάντα από αυτήν την Ταραντίνικη σκοπιά. Οι ταινίες που φτάνουν στις οθόνες μας είναι προσεγμένες, με την κατάλληλη δόση σουρεαλισμού καθώς η προσμονή εντείνεται για να φτάσει εκείνη η χρονοσήμανση όπου η ταινία απλά “παθαίνει Tarantino”.
Εδώ τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά.
Βρισκόμαστε στο Hollywood του 1969, όπου ο Rick Dalton (Leonardo DiCaprio), ένας ηθοποιός που κάποτε μεσουρανούσε με τη δική του western σειρά τη δεκαετία του ’50, βρίσκεται πλέον να εμφανίζεται σε μεμονωμένα επεισόδια σειρών στην τηλεόραση, απλά και μόνο για να ηττηθεί από τους ηθοποιούς που πλέον τον έχουν αντικαταστήσει. Πάντα συνοδευόμενος από τον κασκαντέρ του, Cliff Booth (Brad Pitt), ο Dalton έρχεται αντιμέτωπος με μία κρίση προσωπικότητας για το πού οδεύει η καριέρα του. Σε ένα γεύμα, ο παραγωγός Marvin Schwarz (Al Pacino) του υποδεικνύει το πόσο άσχετος είναι πλέον στο χώρο και του προτείνει να δοκιμάσει κάποια projects τα οποία μέχρι πρότινος τα θεωρούσε ντροπιαστικά. Παράλληλα στο διπλανό του σπίτι, έχει μετακομίσει ένας από τους πιο διάσημους σκηνοθέτες, o Roman Polanski (Rafal Zawierucha) με τη γυναίκα του Sharon Tate (Margot Robbie).
Ο Tarantino επιλέγει να πει την ιστορία μέσω, κυρίως, τριών ατόμων. Δύο από αυτά είναι φανταστικά πρόσωπα και μόνο ένα, η Sharon, είναι το πραγματικό πρόσωπο της ιστορίας μας. Η ταινία χρονικά καλύπτει τρεις και μόνο ημέρες, δείχνοντας τις ζωές αυτών των χαρακτήρων. Συγκεκριμένα, η αφήγηση ξεκινά από τις 8 Φεβρουαρίου του 1969, συνεχίζει την επόμενη ημέρα και καταλήγει μετά από 6 μήνες ακριβώς, στις 9 Αυγούστου 1969. O Tarantino, λοιπόν, γεμίζει 160 λεπτά με αυτές τις τρεις ημέρες. Πράγματι, οι ζωές των πρωταγωνιστών είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες. Κάτι όμως δεν κολλάει στην αφήγηση και αυτό είναι η ιστορία της Sharon. Δεν υπάρχει αλληλεπίδραση των πρωταγωνιστών μας εξ αρχής. Κάτι τέτοιο δημιουργεί προσμονή για το πότε αυτή θα υπάρξει και έτσι βρίσκεσαι να παρακολουθείς λεπτομερώς την ταινία μέχρι οι τελείες να ενωθούν. Όπως ούτως ή άλλως θα έκανες.
Κι εκεί είναι και η πηγή του προβλήματος της ταινίας.
Είτε υπήρχε ο χαρακτήρας της Tate στην αφήγηση, είτε όχι, το ένα και το αυτό. Σαφώς θα υπάρξουν οι σινεφίλ που θα πουν πως ο Quentin θα είχε λόγο που την συμπεριέλαβε. Να σας θυμίσω, όμως, πως αν ήταν ο οποιοσδήποτε άλλος σκηνοθέτης θα τον εκτελούσαμε στα 10 βήματα για ένα τέτοιο ατόπημα. Η μόνη χρήση που μπορεί να είχε ο χαρακτήρας της, είναι για να δείξει την -στερεοτυπική- αντίθεση μεταξύ της καθημερινότητας δύο ανδρών στο Hollywood και μίας γυναίκας, που φυσικά εκεί και είναι αντιπροσωπευτικό.
Αν το δούμε από αυτή τη σκοπιά, η αναφορά δε σταματά μόνο στο χαρακτήρα της Sharon Tate, αλλά και στις άλλες γυναικείες φιγούρες που εμφανίζονται στην ταινία. Κατά τ’ άλλα και με βάση την κατάληξη, η Tate δεν υπήρξε κάπου χρήσιμη. Αυτό εντείνει την στερεοτυπική τοποθέτηση του χαρακτήρα – πλέον στο σωτήριο έτος 2019. Τη στιγμή, μάλιστα, που η παρουσία τόσο της ηθοποιού όσο και του προσώπου που ενσαρκώνει, χρησιμοποιήθηκαν κατά πολύ για την προώθηση της ταινίας.
Ήταν ήδη γνωστό πως δε θα μιλούσαμε για μία εξιστόρηση των γεγονότων που συνέβησαν 50 χρόνια πριν.
Αλλά κυρίως για το πως ο Tarantino έβλεπε εκείνη την εποχή. Πως ο ίδιος θα ήθελε να έχουν αποδοθεί αυτά τα γεγονότα. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τους δύο κύριους άνδρες πρωταγωνιστές και την ιδανική τους φιλία. Μία φιλία η οποία είναι η μοναδική σταθερά σε ένα μεταβλητό σύμπαν. “More than a buddy, less than a wife” λέει ο Dalton αναφερόμενος στον Booth. Αυτό είναι ίσως και το σημαντικότερο μήνυμα της ταινίας. Πως μέσα σε έναν τέτοιο χώρο που ο ανταγωνισμός μπορεί να φτάσει σε παράλογα επίπεδα, αυτοί οι δύο δεν είχαν κανένα τέτοιο ίχνος ανάμεσά τους.
Μέσα στα εξίσου σημαντικά μειονεκτήματα της ταινίας θα βρούμε επίσης κάποιες μακροσκελείς σκηνές που δεν προσδίδουν κάτι στην αφήγηση. Αλλά και την άσκοπη χρήση του σεναριακού χρόνου, η οποία έδωσε μικρό περιθώριο- ακόμα και μέσα στα 160 αυτά λεπτά- για την κορύφωση της ταινίας. Ήταν αναμενόμενο πως μία ταινία από τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη δε θα ήταν μικρότερη από 2,5 ώρες. Τη στιγμή όμως που το μεγαλύτερο ποσοστό των προκατόχων του Once Upon a Time in Hollywood δεν έχει φτάσει στο άβολο εκείνο σημείο που ο θεατής ψάχνει να δει πόση ώρα έχει απομείνει, το παρόν έργο το κάνει και οι ελπίδες για ένωση των κουκκίδων σιγά σιγά εγκαταλείπουν.
Σαφώς υπάρχουν και τα καλά, don’t get me wrong.
Τα χαρακτηριστηκότατα cuts του σκηνοθέτη που δίνουν το χιούμορ που ξέρουμε ότι αποδίδει κάθε φορά ο Tarantino. Η προσοχή με την οποία είναι γυρισμένη κάθε σκηνή ή οι αναφορές και η νοσταλγία στον παλιό κινηματογράφο. Αυτές ίσως σε μεγαλύτερη ηλικία θα μπορέσω να τις αντιληφθώ όλες. Το ότι και αυτή η ταινία “παθαίνει Tarantino”. Ή η υποκριτική των τριών πρωταγωνιστών που έδωσαν το 110% τους. Αυτοί και μόνο είναι αρκετοί λόγοι να καθίσει κάποιος για κάτι λιγότερο από 3 ώρες να δει την ταινία. Εμμένω όμως στην άποψή μου ότι έχει αδυναμίες, τις οποίες οι περισσότεροι παραβλέπουν. Απλά και μόνο επειδή πρόκειται για τον Quentin Tarantino. Αλλά να θυμάστε ότι και οι δάσκαλοι κάνουν λάθη.
Με την υποστήριξη του Cineplexx
0