Αν κάτι ξεχωρίζει τον Paul Thomas Anderson, είναι αυτές οι εναλλαγές ρυθμού από ταινία σε ταινία που δεν σε αφήνουν να τον κατατάξεις σε μία μόνο συγκεκριμένη κατηγορία. Σίγουρα όμως είναι ένας δημιουργός θρασύς και τολμηρός, που του αρέσει να έρχεται αντιμέτωπος με την ανάλυση της ανθρώπινης ψυχολογίας, την εξουσία, την εξάρτηση, την αγάπη. Με μεγάλη προσοχή, επιτρέπει να ξεδιπλωθούν όλα αυτά στη μεγάλη οθόνη, δίνοντας έμφαση στους χαρακτήρες του, στην ιστορία τους, στο πώς αλληλοεπιδρούν ο ένας με τον άλλον και τελικά ποια είναι τα όριά τους.
Ποιος είναι ο Paul Thomas Anderson;
Έναν «αληθινός auteur» κατά τον Sam Mendes, o Paul Thomas Anderson έχει μία πολύ συγκεκριμένη αφοσίωση στις ιδέες του και κατ’ επέκταση στις ταινίες που γράφει και σκηνοθετεί. Αφηγείται ιστορίες που έχουν στο επίκεντρο την ανάγκη των ανθρώπων για μια βαθύτερη σύνδεση με τον εαυτό τους, αλλά και με τους γύρω τους. Γράφει για ανθρώπους πέρα από την εποχή τους, σε μια Αμερική που συνεχώς μεταβάλλεται, με μια ματιά νοσταλγική, χωρίς να προσπερνά τις μεταβάσεις που αναπόφευκτα οι χαρακτήρες του επιζητούν.
Αυτό γίνεται ακόμη πιο έντονο, όταν κάθε συναίσθημα που βιώνει ο χαρακτήρας, συνοδεύεται και από το αντίστοιχο ηχόχρωμα. Δημιουργεί ένταση μέσα από τις γρήγορες κινήσεις τις κάμερας που πολλές φορές έχει εκείνος τον πλήρη έλεγχο, ενώ δεν λείπουν τα στατικά πλάνα του.
Η αρχή για την αναγνώριση του Paul Thomas Anderson στο ευρύ κοινό έγινε με τη μικρού μήκους ταινία του Cigarettes & Coffee το 1993 στο Sundance Film Festival. Το 1996 έκανε τη πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του με τίτλο Hard Eight ή όπως ήταν ο αρχικός τίτλος της Sydney. Ο τίτλος άλλαξε από την εταιρεία παραγωγής, κάτι που όπως είπε ο ίδιος ο Anderson, τον είχε εξοργίσει, όμως ταυτόχρονα του δίδαξε πως «το να κάνεις το καλύτερο που μπορείς για μια ταινία είναι μόνο η μισή δουλειά του σκηνοθέτη. Η άλλη μισή είναι να αντιμετωπίσεις όλα τα εμπλεκόμενα “εγώ». Η απόδειξη είναι οι παρακάτω ταινίες του.
Boogie Nights (1997)
Η τετριμμένες ιδέες δεν είναι για τον Anderson και αυτό φαίνεται στο Boogie Nights, την ταινία που τον καθιέρωσε από το σινεφίλ κοινό μέχρι και την Ακαδημία, αφού κέρδισε 3 υποψηφιότητες για Όσκαρ. Πρόκειται για ένα «έπος» για την οικογένεια – το επιλεγμένο είδος, ή τουλάχιστον το είδος που έγινε τυχαία – που φιλτράρεται μέσα από την πορνό σκηνή της Καλιφόρνιας στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αναπτύχθηκε από μία μικρού μήκους ταινία του και έγινε ένα masterclass. Αστείο όσο και σκοτεινό, δυναμικό όσο και παρήγορο, το Boogie Nights είναι ένας συνδυασμός σεναρίου-σκηνοθεσίας-υποκριτικής που δύσκολα βρίσκεις μαζί την απόλυτη εκδοχή τους.
Magnolia (1999)
Σε αυτό το τρίωρο ψυχολογικό δράμα ο Paul Thomas Anderson μάς ταξιδεύει στην Κοιλάδα Σαν Φερνάντο. Εκεί, τρεις διαφορετικές ιστορίες και εννιά χαρακτήρες αλληλοσυνδέονται με μια λέξη: τυχαιότητα. Μέσα σε 24 ώρες, κάθε επιλογή που κάνει ένας χαρακτήρας πυροδοτεί μια αλυσιδωτή αντίδραση. Οι διάφορες αφηγήσεις συγχωνεύονται σε μια συμπαιγνία συμπτώσεων και εκκρεμοτήτων από το παρελθόν και η βιβλική καταιγίδα είναι αναπόφευκτη.
Punch-Drunk Love (2002)
Το να το χαρακτηρίσεις ρομαντική κωμωδία το Punch-Drunk Love είναι αρκετά περιοριστικό, αν και τεχνικά είναι μια ιστορία αγάπης για έναν νευρωτικό άνδρα, τον Barry, και μία ντροπαλή κοπέλα, την Lena, που αγαπά και αποδέχεται τις ιδιοσυγκρασίες του. Παρά το γεγονός ότι έχει τη δική του επιχείρηση, δεν έχει φτάσει πουθενά στη ζωή, κυρίως λόγω των ανασφάλειών του. Ζει μία μοναχική ζωή, η οποία του επιτρέπει να κρύβει τα βίαια ξεσπάσματα του σε στιγμές απογοήτευσης. Όταν θα θελήσει να ξεπεράσει τη μοναχικότητα του, θα καλέσει μια τηλεφωνική γραμμή σεξ, που θα του προκαλέσει αρκετά προβλήματα.
There Will Be Blood (2007)
Το There Will Be Blood θεωρείται ταινία σταθμός, όχι μόνο στη φιλμογραφία του Anderson, αλλά και του 21ου αιώνα. Είναι η στιγμή που ο Anderson από συναρπαστικός σκηνοθέτης, έγινε απαραίτητος. Το μυθιστόρημα του Upton Sinclair, Oil!, ήταν η έμπνευση γι’αυτό το στοιχειωμένο ψυχόδραμα με πρωταγωνιστή τον Daniel Day-Lewis. Αντιήρωας, καπιταλιστής και μισάνθρωπος, διασχίζει τον δρόμο μέσα από την υπανάπτυκτη Δύση του 1900, για να κατακτήσει ό,τι μπορεί να κατακτηθεί. Old-fashioned σινεμά, όπως ακριβώς πρέπει να είναι, κι αν με ρώταγες ποια ταινία του Anderson πρέπει οπωσδήποτε να δεις, θα σου έλεγα αυτή πρώτη, με κλειστά μάτια.
The Master (2012)
Πέρασαν πέντε χρόνια από το There Will Be Blood, για να έρθει ξανά ο Anderson και να φτιάξει μία από τις πιο συναρπαστικές ταινίες του. Τόσο η μουσική του Jonny Greenwood, όσο και η εικονογραφία του Anderson, θέτουν την απόλυτη ατμόσφαιρα του ταξιδιού ενός βετεράνου αξιωματικού, που επιστρέφει στην πατρίδα του μετά τον πόλεμο. Δεν έχει σχεδιάσει τίποτα, και ενώ όλα στο μυαλό του είναι θολά, γρήγορα θα υποκύψει στη γοητεία του ‘Master’. Πρόκειται για έναν χαρισματικό ηγέτη μίας σχεδόν θρησκευτικής οργάνωσης, του The Cause, που αποκτά όλο και περισσότερους οπαδούς. Βασισμένο σχεδόν στη Σαηεντολογία του L. Ron Hubbard, ο Lancaster Dodd aka The Master (Philip Sheymour Hoffman) θα κάνει τα πάντα για να φέρει στον ‘ίσιο’ δρόμο τον Freddy (Joaquin Phoenix), όμως δεν θα λείψουν οι συνέπειες.
Inherent Vice (2014)
Όταν ο Paul Thomas Anderson θέλησε να μεταφέρει το μυθιστόρημα του Thomas Pynchon στη μεγάλη οθόνη, το ερώτημα για το αν θα μπορέσει να υπάρξει μια ξεκάθαρη πλοκή ήταν αρκετά έντονο. Ακολουθεί μια νέο-νουάρ αισθητική για ν’ αποτυπώσει το «χάσιμο» μιας ολόκληρης εποχής, των εκπροσώπων της αντικουλτούρας του ’70, από τα ναρκωτικά κι από το μπέρδεμα των κατευθύνσεων και των προτύπων τους. Όλα αυτά με βασικό ήρωα τον ‘Doc’ (Joaquin Phoenix) ο οποίος αναζητά τη πρώην κοπέλα του. Aυτή είναι η ιστορία που βγάζει το μεγαλύτερο νόημα, και ταυτόχρονα χάνεται μέσα σε μια αυθεντική ‘stoner movie’ , απροκάλυπτη, τολμηρή, αλλά συνάμα συναρπαστική.
Phantom Thread (2017)
Με αμείωτο το ενδιαφέρον για τη δεύτερη συνύπαρξη Anderson-Day Lewis , αλλά και για τη τελευταία (;) ταινία του Daniel Day-Lewis, το Phantom Thread στην πραγματικότητα, δημιουργήθηκε από ένα βλέμμα. Το βλέμμα της γυναίκας του Paul Thomas Anderson, όταν εκείνος ήταν άρρωστος στο κρεβάτι, ήταν τόσο γλυκό και στοργικό, που ενέπνευσε αυτή την ιστορία. Ένα από τα πιο παράξενα και συναρπαστικά ρομάντζα της τελευταίας δεκαετίας, όπου ο θυελλώδης couturier της δεκαετίας του 1950, Reynolds Woodstock, συναρπάζεται από την παρουσία μιας νέας, γλυκιάς και όμορφης γυναίκας, της Alma (Vicky Krieps), η οποία γίνεται μούσα και ερωμένη του. Το παράδοξο είναι ότι οι σαδομαζοχιστικές εκκεντρικότητες ενός ζευγαριού, παρήγαγαν το πιο πνευματώδες σενάριο και την πιο όμορφη κινηματογράφηση του Anderson μέχρι και σήμερα.
Licorice Pizza (2021)
Το σήμερα του Paul Thomas Anderson είναι το Licorice Pizza, αυτή η ταινία που όταν πρωτοβγήκε η αφίσα της, όλοι αναρωτιόντουσαν τι ακριβώς είναι. Στην αγαπημένη του, όπως ο ίδιος έχει πει, γειτονιά του San Fernando Alley, η Alana (Alana Haim) κοντά στα 25 της χρόνια, και ο Gary (Cooper Hoffman) ένας 16χρονος έφηβος, μας παρασύρουν σε ένα ρομάντζο της δεκαετίας του ’70. Χωρίς να ξεφεύγει από την κλασική του τεχνική, ο Anderson επικεντρώνεται περισσότερο στους χαρακτήρες και όλα τα συναισθήματα που τους κατακλύζουν, σε μία περιπέτεια που τρέχει διαρκώς με τελικό προορισμό την ενηλικίωση και την συναισθηματική ολοκλήρωση.
3