Συντάκτης: Χρήστος Χριστακίδης
Ο Πίτερ Τζάκσον υπογράφει το “Mortal Engines” , την νέα περιπέτεια φαντασίας βασισμένη στο μπεστ σέλερ του Φιλιπ Ριβ.
Πάντοτε συνοδευόμενος από το γνωστό επιτελείο του, ο Πίτερ Τζάκσον επέλεξε το καινούριο εγχείρημα της Wingnut Films (δικής του εταιρίας παραγωγής) να είναι βασισμένο στο τετράτομο μπεστ σέλερ του Φίλιπ Ριβ που ακούει στο όνομα “Mortal Engines“. Μετά από πολλά χρόνια και πολλές αναβολές, οι φονικές μηχανές βρήκαν τον δρόμο τους προς την μεγάλη οθόνη, με τον “μαθητευόμενο” του Τζάκσον, Κρίστιαν Ρίβερς, να βρίσκεται πίσω από την σκηνοθετική καρέκλα. Ο Τζάκσον αρκέστηκε στο σενάριο και στην παραγωγή της ταινίας, αν και η συμβολή του γίνεται παντού αντιληπτή.

Πλοκή
Περίπου 1700 χρόνια στο μέλλον, μετά από τα γεγονότα του “πολέμου των 60 λεπτών”, πλέον στην γη δεν υπάρχουν χώρες και οι πόλεις έχουν μετατραπεί σε τεράστια κινούμενα φρούρια που κινούνται με την βοήθεια πελώριων μηχανών. Οι μεγαλύτερες πόλεις αποκαλούνται “πόλεις-κυνηγοί” και επιτίθενται στις μικρότερες για να τις απορροφήσουν και να πάρουν κάθε τι πολύτιμο διαθέτει ο κάθε κάτοικος τους. Αυτό κάνει και το Λονδίνο, το οποίο υπό τις οδηγίες του Ταντέους Βάλενταιν προσπαθεί να απορροφήσει όσες περισσότερες μικρές κοινωνίες μπορεί. Μια νεαρή γυναίκα όμως, η Έστερ Σο, θα βρεθεί στον δρόμο του Βάλενταιν όταν η επεκτατική του πολιτική ξεπεράσει τα όρια. Με την βοήθεια ενός αρχαιολόγου και μιας καταζητούμενης πιλότου, η Έστερ θα προσπαθήσει να σταματήσει τον Βάλενταιν και να ολοκληρώσει το επί ετών σχέδιο της.

Πρώτα Σχόλια
Για μισή ώρα περίπου, το “Mortal Engines” είναι σε μεγάλο βαθμό άρτιο. Θυμίζει έντονα τις σκηνές καταδίωξης του “Mad Max: Fury Road” και κάνει να κοινό να αναρωτιέται τι συμβαίνει χωρίς όμως να χάνεται η δράση ούτε λεπτό. Χωρίς υπερβολική επεξήγηση και χωρίς πολλές πληροφορίες, το κοινό χάνεται μέσα σε ένα μελλοντικό αλλά όχι τόσο φουτουριστικό σκηνικό που θυμίζει κατά πολύ την περιπέτεια του Τζορτζ Μίλερ. Αυτή η εισαγωγή έχει πάνω της την υπογραφή του Τζάκσον, μέσω βέβαια του Ρίβερς, ο οποίος με τόση μαεστρία καταφέρνει να χτίσει φανταστικούς κόσμους στην μεγάλη οθόνη και να συνεπαίρνει το κοινό.
Από την στιγμή όμως που αρχίζει η ανάπτυξη των χαρακτήρων, και η δράση περνάει σε δεύτερη μοίρα, τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά για το “Mortal Engines”. Η ταινία προσπαθεί να παραθέσει πολλές πληροφορίες μαζί, ειδικότερα για τη ζωή των χαρακτήρων, πολλές από τις οποίες δεν παίζουν καν ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων. Σε 128′, ο Τζάκσον και το επιτελείο του, παραγεμίζουν την ταινία με γεγονότα και πληροφορίες που δεν είναι σημαντικά και σε ορισμένα σημεία δημιουργείται η εντύπωση ότι μέσα σε 10 λεπτά έχουν παρουσιαστεί 200 σελίδες μυθιστορήματος. Η διάρκεια της ταινίας είναι αδιαμφισβήτητα μικρή αν αναλογιστεί κανείς πόσα συμβαίνουν μέχρι το τέλος της. Παρόλα αυτά, οι σκηνές δράσης είναι καταπληκτικές στο μεγαλύτερο κομμάτι τους και τα ειδικά εφέ είναι αξιοζήλευτα.

Ερμηνείες
Οι δύο νεαροί πρωταγωνιστές, η Χέρα Χίλμαρ( Έστερ Σο) και ο Ρόμπερτ Σίαν (Τομ Νατσγουόρθι), δεν μπορούμε να πούμε ότι τραβούν πάνω τους τα βλέμματα τόσο όσο παλαιότεροι πρωταγωνιστές περιπετειών φαντασίας. Η δυναμικότητα του χαρακτήρα της πρώτης θα μπορούσε να αποδειχθεί εξαιρετικά χρήσιμη, όμως η υποτονική ερμηνεία της νεαρής δεν βοηθάει πολύ στην ευρύτερη εικόνα που δημιουργούμε για τον χαρακτήρα. Όσον αφορά τον Ιρλανδό συμπρωταγωνιστή της, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο μοναδικός του ρόλος στην ταινία είναι το ρομάντζο με την πρωταγωνίστρια καθώς ο χαρακτήρας του δεν προσφέρει τίποτα παρά μόνο γλυκανάλατες σκηνές με παρατεταμένο eye contact.
Την παρτίδα σώζει σε μεγάλο βαθμό ο Χιούγκο Γουίβινγκ, ο οποίος στον ρόλο του κακού ιμπεριαλιστή Τάντεους Βάλενταιν δείχνει για πιο λόγο οι ρόλοι του έχουν μείνει στην ιστορία του κινηματογράφου. Είναι κρίμα που το γενικότερο σύνολο δεν ανταποκρίνεται στην προσπάθεια του Βρετανού ηθοποιού.

Συνεπώς
Το “Mortal Engines” μοιάζει πανάκριβο αλλά το γενικότερο σύνολο δεν δικαιολογεί σε καμία περίπτωση το budget παραγωγής του. Ο Πίτερ Τζάκσον και οι συνεργάτες του έκαναν καλή δουλειά στην μεταφορά της ιστορίας στην μεγάλη οθόνη, αλλά ενώ παρουσιάζονται πολλά στο κοινό, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να διεγείρει τις αισθήσεις και τη φαντασία του. Ο αριθμός των σίκουελ θα είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα του feedback του κοινού για το πρώτο αυτό κεφάλαιο της ιστορίας. Οι βάσεις έχουν τεθεί, ας ελπίσουμε το επόμενο κεφάλαιο να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των θεατών.
Με την υποστήριξη του Cineplexx
