Σε λίγες μόνο ημέρες, η παράσταση «Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι» ετοιμάζεται να ταξιδέψει στη Θεσσαλονίκη για τρεις μόνο παραστάσεις. Εμείς μιλήσαμε με την Ήρα Ρόκου σχετικά με όλα όσα την ώθησαν στο να συμμετέχει σε αυτή την παράσταση, αλλά και για το τι ελπίζει και εύχεται να δει το κοινό μέσα από μία παράσταση σαν κι αυτή.
Θα ήθελες να ξεκινήσουμε λέγοντας πώς ήρθε στη ζωή σου αυτό το κείμενο και αυτή η παράσταση; Πότε έγινε η πρώτη επαφή και τι ήταν αυτό που σε έκανε να πεις το «ναι»;
Το κείμενο αυτό μου το έδωσε η Νάντια πέρσι το καλοκαίρι, με την πρόταση να γίνει παράσταση. Η ιστορία των γκασταρμπάιτερ μού ήταν γνωστή, χωρίς να ξέρω πολλές λεπτομέρειες και σίγουρα, χωρίς να έχει περάσει από το μυαλό μου η «άλλη πλευρά», όσων έμειναν πίσω. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον να πει κανείς αυτή την ιστορία. Αυτή που δεν είναι καταγεγραμμένη με αριθμούς στα βιβλία της ιστορίας, αυτή που πολύ σπάνια σκέφτεσαι, αν δεν την έχεις βιώσει, και ταυτόχρονα που έχει καθορίσει και συνεχίζει να καθορίζει ανθρώπινες ζωές. Ταυτόχρονα έχοντας παρακολουθήσει τη δουλειά της Νάντιας, τη θεματολογία που την απασχολεί, την ευαισθησία με την οποία την προσεγγίζει, με ενδιέφερε πολύ μια συνεργασία μαζί της.
Η νουβέλα στην οποία βασίζεται η παράσταση, η σκηνοθεσία αλλά και η ομάδα επί σκηνής, όλα απαρτίζονται από γυναίκες. Τι σημασία έχει για σένα να συνεργάζεσαι με γυναίκες καλλιτέχνιδες στο ελληνικό θέατρο του σήμερα;
Είναι αλήθεια ότι και σε αυτό τον χώρο οι γυναίκες δεν έχουν ίσες και ίδιες ευκαιρίες ανάδειξης και προβολής, πληρώνονται λιγότερο και είναι πιο ευάλωτες όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις. Είναι μια ευτυχής συγκυρία όταν ένα έργο σαν κι αυτό γίνεται «γυναικεία υπόθεση», όταν η κοινωνική και ταξική ματιά μιας παράστασης ενισχύεται και από τη γυναικεία σκοπιά. Γιατί δυστυχώς ακόμα και στις μέρες μας, που φαινομενικά τα πράγματα έχουν αλλάξει, η εργαζόμενη γυναίκα αντιμετωπίζει μεγαλύτερες δυσκολίες στην καθημερινότητά της, στη δουλειά της. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία όταν οι γυναίκες διεκδικούν να πουν ιστορίες. Ταυτόχρονα, στο επίπεδο της ίδιας της δουλειάς, της προετοιμασίας της παράστασης υπάρχει ένας κοινός κώδικας επικοινωνίας, που έχει να κάνει με τα βιώματα που κουβαλάμε ως γυναίκες.
Πιστεύεις είναι αρκετές οι ιστορίες γυναικών εκεί έξω που αφορούν αυτό το κομμάτι της ιστορίας που πραγματεύεται η παράσταση; Πόσο σημαντικές είναι αυτές οι ιστορίες για εσένα;
Το θέμα της παράστασης έχει να κάνει με τη γυναίκα μετανάστρια τη δεκαετία του ’70 στη Γερμανία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι θα ήταν ευχής έργο αυτή η ιστορία να αφορά αυτό το δημογραφικό κομμάτι, αυτές τις γυναίκες, αυτό το ιστορικό πλαίσιο. Δυστυχώς, δεν είναι καθόλου έτσι. Η εκμετάλλευση, η κακοποίηση, η καταπίεση, ο κοινωνικός ρόλος που μας δίνεται είναι ζητήματα τα οποία απασχολούν και εμποδίζουν και τη σημερινή γυναίκα εργαζόμενη. Όλες μπορούμε να βρούμε ένα συμβάν μέσα από την παράσταση να ταυτιστούμε, να προβληματιστούμε, να συγκινηθούμε, να οργιστούμε. Είτε αυτό έχει να κάνει με τις δουλειές του σπιτιού, τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις εργασιακές συνθήκες, είτε με τα όνειρα, τις επιθυμίες, τους προβληματισμούς, τις απογοητεύσεις, τους φόβους. Όσο κι εγώ σήμερα είμαι κάποιας κόρη, εγγονή, ανηψιά, φίλη, αδερφή, αυτές οι ιστορίες είναι και η δική μου ιστορία.
Η παράσταση εξερευνά και τις διαγενεακές σχέσεις των γυναικών. Τι εκφάνσεις πιστεύεις ότι μπορούν να λάβουν αυτές οι σχέσεις, μέσα κι έξω από την παράσταση;
Η καλύτερη σχέση ανάμεσα σε μια μάνα και μια κόρη είναι μια δύσκολη σχέση. Και είναι δύσκολη γιατί είναι καθοριστική. Σίγουρα δε μεγαλώνουμε σε γυάλα και από μια ηλικία και ύστερα αλληλεπιδρούμε με την κοινωνία, τους δασκάλους, τους συμμαθητές, όμως η σχέση μας με τους γονείς μας ή η απουσία σχέσης, καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε ως ενήλικες. Είναι καθολικό και γι’ αυτό μας απασχόλησε και εμάς κατά τη διάρκεια των προβών, αλλά απασχολεί και αγγίζει και το κοινό. Και ταυτόχρονα είναι πολυδιάστατο, καθώς οι σχέσεις αυτές ενώ είναι μοναδικές, είναι και κομμάτι των κοινωνικών συνθηκών. Η μάνα της παράστασης δε θα ήταν αυτή, αν δεν ήταν αναγκασμένη να μεταναστεύσει, αντίστοιχα κάθε μάνα και κάθε κόρη καθορίζονται από το κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η προσωπικότητα και στη συνέχεια κάθε ανθρώπινη σχέση.
Πώς θεωρείς ότι επικοινωνεί το συγκεκριμένο έργο με όσα συμβαίνουν σήμερα γύρω μας;
Η μετανάστευση, η προσφυγιά, είναι θέματα τα οποία βασανίζουν την ανθρωπότητα και σήμερα. Η Ελλάδα είναι χώρα από την οποία περνάνε ή φτάνουν χιλιάδες ξεριζωμένοι ψάχνοντας ένα καλύτερο αύριο. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το ναυάγιο της Πύλου, τις καθημερινές ειδήσεις για ανθρώπους που χάνονται στο Αιγαίο και τον Έβρο; Αυτοί, οι σημερινοί πρόσφυγες και μετανάστες, είναι πολύ κοντά στις ηρωίδες του έργου. Χιλιάδες, ίσως εκατομμύρια άνθρωποι μετακινούνται βίαια, χωρίς τη θέλησή τους, είτε λόγω οικονομικών, πολιτικών συνθηκών, είτε λόγω πολεμικών συγκρούσεων. Όπως όλοι μας, έτσι και αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι μονάδες, έχουν γονείς, παιδιά, φίλους που αφήνουν πίσω, να βιώσουν κι αυτοί με τη σειρά τους την άλλη όψη της μετανάστευσης. Υπό το πρίσμα και των τελευταίων εξελίξεων, των φρικιαστικών εικόνων στη Γάζα, το φόβο μιας πιο γενικής πολεμικής αναμέτρησης, νομίζω ότι το συγκεκριμένο έργο «ξύνει» τις πληγές όλων μας.
Λίγες σκέψεις πριν την άφιξη στη Θεσσαλονίκη και την επαφή με το κοινό της πόλης;
Είναι πρώτη φορά που θα παίξω στη Θεσσαλονίκη. Έχω μεγάλη αγωνία για το πώς θα υποδεχτεί το κοινό της πόλης την παράστασή μας, καθώς το ποσοστό των μεταναστών από τη βόρεια Ελλάδα στη Γερμανία είναι συντριπτικά μεγαλύτερο. Από τους συναδέλφους και συνεργάτες του θιάσου, οι περισσότερο εκ των οποίων είναι από τη βόρεια Ελλάδα, όλοι έχουν στο περιβάλλον τους έναν θείο, έναν παππού που μετανάστευσε και αυτό τους συνδέει με άλλο τρόπο με το έργο. Αγωνιώ, λοιπόν, να βρει και το κοινό αυτήν την άλλη σύνδεση, να δει τη δική του ιστορία μέσα σε όσα συμβαίνουν επί σκηνής.
Υ.Γ. Η παράσταση «Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι» θα παρουσιαστεί για 3 μόνο παραστάσεις στο Metropolitan Urban Theater, στις 19-20-21 Μαρτίου 2024. Προπώληση εισιτηρίων εδώ.
0