Η πρώτη φορά που κατάλαβα ότι τα παπούτσια στη μυθοπλασία μπορούν να φέρουν ένα βάρος μεγαλύτερο από το αναμενόμενο ήταν όταν πριν από μερικά χρόνια διάβασα την περίφημη μικρή ιστορία, που λανθασμένα αποδίδεται στον Ernest Hemingway εδώ και δεκαετίες: For Sale: Baby Shoes, Never Worn. Η δεύτερη φορά ήταν όταν παρακολούθησα την πρεμιέρα της ταινίας Αρκάντια στο 65ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Στο σενάριο που έγραψαν ο Γιώργος Ζώης και η Κωνσταντίνα Κοτζαμάνη, μία ιστορία αγάπης -και μερικές άλλες που την περιστοιχίζουν- γίνεται η αφορμή να αναλογιστούμε πώς οι δύο κόσμοι, των ζωντανών και των νεκρών, συνυπάρχουν στην ίδια πραγματικότητα. Κλειδί αυτής της συνύπαρξης στο Αρκάντια αποτελούν μερικά ζευγάρια παπουτσιών. Στον απόηχο ενός θανατηφόρου τροχαίου, ο Γιάννης (Βαγγέλης Μουρίκης) και η Κατερίνα (Αγγελική Παπούλια) καλούνται να αναγνωρίσουν ένα πτώμα. Από αυτό το σημείο εκκινεί η ιστορία που χτίζει ο Ζώης πάνω στο πανί ανατρέποντας την ιδέα ότι οι νεκροί είναι εκείνοι που ηθελημένα ίσως στοιχειώνουν τους ζωντανούς τους. Η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το Interruption τοποθετείται στα σύνορα μεταξύ φυσικού και μεταφυσικού, χωρίς όμως ο ίδιος να είναι σίγουρος για το αν οι σπουδές του στις φυσικές επιστήμες επικοινωνούν με τις ιδέες γύρω από τη ζωή και τον θάνατο που σκαλίζει το Αρκάντια.
«Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω πώς ή αν επικοινωνούν. Εγώ ξέρω ότι τα πράγματα επικοινωνούν μυστηριωδώς και υπογείως μεταξύ τους και ίσως το αντιλαμβάνονται άλλοι καλύτερα από εμάς. Κάποια στιγμή που ο Μουρίκης με ρωτούσε πράγματα για την ταινία, έγραψα μία μαθηματική εξίσωση στον πίνακα. Μία εξίσωση που θεωρώ την πιο ωραία των μαθηματικών, στην οποία συνδέονται οι φανταστικοί και οι πραγματικοί αριθμοί. Έτσι και μέσα στην ταινία, για μένα είναι απολύτως φυσιολογικό να συνδέονται οι δύο κόσμοι του φυσικού και του μεταφυσικού. Δεν τους θεωρώ αντίθετους, ούτε ξένους. Συνυπάρχουν».
Κάθε ιστορία αγάπης είναι μία ιστορία φαντασμάτων
Αυτό ισχυρίζεται ο David Foster Wallace, στο βιβλίο Ο Χλομός Βασιλιάς, που κυκλοφόρησε μερικά χρόνια μετά τον θάνατό του. Στο Αρκάντια, μία ιστορία αγάπης είναι αυτή που γεννά μία ιστορία φαντασμάτων. «Συνέδεσα την απώλεια ενός έρωτα, με τη γέννηση ενός φαντάσματος», αναφέρει ο Γιώργος. «Όταν χωρίζεις και χάνεις έναν αγαπημένο άνθρωπο, το φάντασμά του είναι ακόμα εκεί. Μπορεί να πίνεις τον πρωινό καφέ σου μαζί του. Η απώλεια είναι ένας αγώνας προς μία απελευθέρωση, μία μάχη με ένα αόρατο φάντασμα που είναι τρομακτικά υπαρκτό».
Για τον ίδιο όμως, σε ένα δεύτερο επίπεδο, κάθε ταινία γενικότερα είναι ίσως αναπόφευκτα ένα ghost story. «Αυτό που βλέπουμε στην οθόνη είναι ένα ghost image των πραγματικών ανθρώπων, των ηθοποιών, των μνημών, μίας τοποθεσίας. Είναι φαντάσματα που καταφέραμε να καταγράψουμε και να τα τοποθετήσουμε πάνω στην οθόνη, και που πλέον δεν είναι ίδια με τότε. Σίγουρα, ένα ghost love story είναι ένας ιδανικός συνδυασμός».

Η κοσμοπλασία στο Αρκάντια
Η μουσική και ο τόπος ως ένας ακόμη χαρακτήρας μέσα στην ταινία είναι μόλις δύο από τα στοιχεία που συνθέτουν τη μυστικιστική ατμόσφαιρά της. Το «Μόλις Κοιμηθεί το Κύμα», ένα πολυφωνικό τραγούδι από την Ήπειρο, ηχεί δυνατά μέσα στην ταινία, και ο Γιώργος λαξεύει προσεκτικά μερικούς από τους στίχους του, ξεκινώντας έναν πραγματικό διάλογο μεταξύ αυτών που έφυγαν και αυτών που έμειναν πίσω. Από την άλλη, η φωνή της Αλέκας Κανελλίδου επισφραγίζει την ουσία αυτής της ιστορίας, ενώ για εμάς στο κοινό, οι στίχοι «Άσε με να φύγω σε παρακαλώ/Όλο και πιο λίγο κάθε μέρα ζω» αποκτούν μία νέα διάσταση.
Όσο για το Αρκάντια ως όνομα, δεν είναι κάτι που είχε προαποφασιστεί για την ταινία. «Δεν είμαι καλός στους τίτλους», παραδέχεται ο Γιώργος. «Το όνομα ήρθε μετά, είναι αυτά τα μονολεκτικά που κάνω. Αρκάντια είναι το όνομα του καφέ-μπαρ στην ταινία, είναι το όνομα κάποιων πινάκων του Poussin, είναι το όνομα μίας ουτοπίας, ενός κόσμου που τα πνεύματα, τα ζώα και οι άνθρωποι συνυπάρχουν αρμονικά και είναι και μία ταινία ελληνική του 2025».
Φυσικά, σε όλη αυτή την κοσμοπλασία του Αρκάντια, συνετέλεσαν όλοι οι συνεργάτες, αλλά και η συνύπαρξη της Αγγελικής Παπούλια με τον Βαγγέλη Μουρίκη, μία συνύπαρξη της οποίας την πρόθεση (συν-) καλούμαστε συχνά να επαναπροσδιόρισουμε χάρη στις υποβλητικές ερμηνείες τους. «Ο καθένας έφερε τον δικό του κόσμο και αυτό που βλέπεις στην οθόνη είναι η σύμπραξη όλων αυτών των κόσμων. Αλίμονο αν τα ήξερα όλα εγώ μόνος μου από την αρχή και πώς πρέπει να γίνουν», αναφέρει ο σκηνοθέτης.
Μετά την κυκλοφορία του Αρκάντια
Η κουβέντα μας γίνεται την επομένη της κυκλοφορίας της ταινίας στις ελληνικές αίθουσες και ο ίδιος νιώθει πως σε έναν βαθμό «ξεστοιχειώθηκε» από αυτή και μπορεί να προχωρήσει παρακάτω, στα επόμενα project του. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και οι μέρες που μιλά διαρκώς για το Αρκάντια, πηγαίνει στις προβολές και αφουγκράζεται ξανά και ξανά την ταινία μέσα από τα μάτια του κοινού. Ακόμη κι έτσι, ο ίδιος ξέρει μέσα του ότι δε θέλει να μιλά τόσο για τις ταινίες του.
«Είμαι ο άνθρωπος που προτιμώ οι ταινίες μου να μιλούν για μένα, και όχι εγώ γι’αυτές. Νιώθω ότι αν εξηγώ κάτι, το σκοτώνω. Εύχομαι και η δική μου ταινία, και οι ταινίες των φίλων μου και οι ταινίες άλλων να μας εκπλήσσουν, να μας φανερώνουν κάποιες αθέατες πτυχές της πραγματικότητας, ή να μας κάνουν να δούμε υπό ένα διαφορετικό πρίσμα πράγματα που έχουμε χιλιοδεί».
«Δεν θαμπώνομαι από τα εισιτήρια, με ενδιαφέρουν οι ιστορίες των ανθρώπων», συμπληρώνει. «Με ενδιαφέρει να τους ακολουθεί η ταινία για μέρες, μήνες, να μετακινηθεί κάτι μέσα τους. Με ενδιαφέρει ο μύθος, το ίχνος της ταινίας».
Πράγματι, η ταινία του Γιώργου Ζώη άνοιξε μία πόρτα την οποία εξ αρχής δεν φιλοδοξούσε να κλείσει πίσω της. Στο Αρκάντια, η απουσία όσων έφυγαν είναι το ίδιο απτή με την παρουσία τους και το ξεστοίχειωμα δε συνεπάγεται τη λήθη.