Ο Jafar Panahi είναι ένας από τους σπουδαίους κινηματογραφιστές του κόσμου και σίγουρα ένας από τους πιο γενναίους. Εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 με δράματα όπως το The Circle και το Crimson Gold, που στόχευαν τολμηρά τις ταξικές και έμφυλες διαιρέσεις της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας.
Το 2010 οι αρχές κατηγόρησαν τον Panahi για αντικυβερνητική προπαγάνδα, του απαγόρευσαν την έξοδο από την χώρα και τον καταδίκασαν σε εικοσαετή απαγόρευση δημιουργίας ταινιών. Ωστόσο, εκείνος αποδείχθηκε αρκετά ευρηματικός για να αψηφήσει αυτή την απαγόρευση, με αποτέλεσμα να έχει γυρίσει έκτοτε πέντε ταινίες, πολλές από αυτές κρυφά. Συχνά πρωταγωνιστεί σε αυτές ο ίδιος, υποδυόμενος έναν καλοσυνάτο, αλλά μαχητικό σκηνοθέτη, ονόματι επίσης Jafar Panahi, και αναλογιζόμενος τις δύσκολες συνθήκες γύρω του.
Το No Bears δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτή τη συνθήκη
Πρόκειται για ένα περίπλοκο και πολυεπίπεδο δράμα, το οποίο με κάποιο τρόπο καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα αστείο, θυμωμένο, παιχνιδιάρικο και απελπισμένο. Μέσα από το No Bears, o Panahi ασκεί οξεία κριτική στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι και θέτει στο στόχαστρο τον μισογυνισμό και τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό που κυριαρχούν σε όλο το Ιράν.
Ο σκηνοθέτης, όμως, κάνει και μια ισχυρή και βαθιά απαισιόδοξη δήλωση για τη φύση του ίδιου του κινηματογράφου. Μπορεί η μαγεία του κινηματογράφου να αναδεικνύεται μέσα από το ίδιο το μέσο διαρκώς, ο Panahi όμως δείχνει και την αθέατη πλευρά του σινεμά, αυτή που υποφέρει από περιορισμούς και εμπόδια.
Το No Bears απεικονίζει δύο παράλληλες ιστορίες αγάπης
Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται σε ένα απομακρυσμένο ιρανικό χωριό, όπου ο Panahi – ή μάλλον, μια εκδοχή του Panahi – έχει επισκεφτεί για μερικές ημέρες. Σκηνοθετεί μια ταινία που γυρίζεται ακριβώς απέναντι από τα σύνορα με την Τουρκία, αλλά επειδή δεν μπορεί να φύγει από το Ιράν, πρέπει να κάνει τα πάντα εξ αποστάσεως. Αυτό από μόνο του αποτελεί ένα δύσκολο κατόρθωμα, καθώς η σύνδεση της περιοχής στο διαδίκτυο είναι αρκετά ασταθής.
Και στις δύο ιστορίες, οι ερωτευμένοι προβληματίζονται από κρυμμένα, αναπόφευκτα εμπόδια, τη δύναμη της δεισιδαιμονίας και τους μηχανισμούς της εξουσίας.
Ένα κομμάτι εφευρετικής, διαφωτιστικής αυτο-μυθοπλασίας γίνεται πράξη αντίστασης (όπως και σε κάθε άλλη ταινία του σκηνοθέτη), όσο εκείνος αφηγείται δύο ιστορίες απόδρασης
Η πρώτη αφορά ένα ζευγάρι που ζει σε ένα χωριό κοντά στα Ιρανο-αζερικά σύνορα και προσπαθεί να διαφύγει στο Παρίσι με κλεμμένα διαβατήρια, όσο ένα κινηματογραφικό συνεργείο τους ακολουθεί με τον Panahi να είναι ο μακρινός σκηνοθέτης. Η δεύτερη αφορά ένα νεαρό ζευγάρι που προσπαθεί να ξεφύγει από έναν αναγκαστικό γάμο και ένα χωριό γεμάτο κουτσομπολιά να παρακολουθεί στενά τον Panahi, καθώς προσπαθεί να αποδείξει την αθωότητα του.
Εκείνος περνάει λίγο χρόνο εξερευνώντας το χωριό και βγάζοντας τυχαία φωτογραφίες, μια φαινομενικά αθώα δραστηριότητα που θα τον στοιχειώσει ξανά. Λίγο αργότερα, μερικοί χωρικοί θα τον πλησιάσουν και θα του ζητήσουν να δουν τις φωτογραφίες του, οι οποίες υποψιάζονται ότι περιέχουν ενοχοποιητικά στοιχεία για μια σχέση αγάπης μεταξύ μιας νεαρής γυναίκας και ενός νεαρού άνδρα που δεν είναι ο αρραβωνιαστικός της.
Εάν η ιρανική κοινωνία ήταν ο στόχος, τότε το No Bears είναι το βελάκι που την πέτυχε στο κέντρο. Το αριστούργημα του Panahi αναδεικνύει όσα πραγματικά διακυβεύονται όταν ένα άτομο υπερασπίζεται τη δημιουργική ελευθερία του, παρά τα εμπόδια γύρω του.
1