Τον γνωρίσαμε μέσα από την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα με το «Εσωτερικό» του Μαίτερλινκ το 2023. Ο Παναγιώτης Γκιζώτης, απόφοιτος του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, αναμετριέται αυτή τη φορά με την επί σκηνής αναπαράσταση της στυγνής πραγματικότητας καθώς και του κόσμου γύρω μας, καταρρίπτοντας κάθε όριο μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου βίου.
Τι ήταν αυτό που σε ώθησε στην επιλογή της συγκεκριμένης θεματικής;
Εφαλτήρια ήταν σίγουρα η ανακάλυψη του κειμένου Υπό έλεγχο του Φρεντερίκ Σοντάγκ, όπου από αυτό αφορμάται η δραματουργία μας. Το έργο εκδόθηκε το 2007 και το δυστοπικό (για τότε) περιβάλλον που περιγράφει φαντάζει, ανά στιγμές, σχεδόν κανονικότητα για το σήμερα. Παρακολουθήσεις, σκάνδαλα, καταπίεση, αποξένωση από τους άλλους, αλλά και από τον ίδιο μας τον εαυτό, αυτά και τόσα άλλα έχουν γίνει πλέον η καθημερινότητά μας. Πώς μπορούμε και υπάρχουμε μέσα σε τέτοιες συνθήκες; Έτσι, ξεκίνησε μια έρευνα πάνω στην τόσο οξύμωρη ζωή σε αυτή την Πόλη. Τη ζωή που, ανά καιρούς, είναι τόσο γλυκιά και ξέγνοιαστη και ωραία, αλλά και την άθλια μεριά της, που σε κάθε σου βήμα στα βρώμικα σοκάκια της νιώθεις όλο και πιο ξένος προς αυτή.
Υπήρχαν δυσκολίες από τη διαδικασία της σύνθεσης έως και τη σκηνική επιτέλεση κι αν ναι ποιες;
Σίγουρα! Πάντα υπάρχει κάτι που θα γίνει το ανάθεμα των προβών και θα φτύσεις αίμα μέχρι να το καταφέρεις. Ευτυχώς (και δυστυχώς) για εμάς, αυτό δεν είχε καθόλου να κάνει με το υποκριτικό κομμάτι και τον ανθρώπινο παράγοντα. Για εμάς ήταν ένας αλλεπάλληλος κυκεώνας τεχνικών προβλημάτων που προέκυψαν σε σχέση με την κινηματογράφηση της μακέτας και έθεσαν ολόκληρη τη διαδικασία των προβών σε ένα χάος για μια μικρή περίοδο – κάποιος μας μάτιαξε, δεν εξηγείται αλλιώς!
Γιατί δεν αρκέστηκες σε μια πιο ασφαλή επιλογή λαμβάνοντας υπόψιν το ζήτημα των επιχορηγήσεων καθώς και το ζήτημα της προσέλκυσης του κοινού;
Έχω ζήσει ως τώρα τρία χρόνια στην Αθήνα και έχω (πιθανόν αφελώς) συνειδητοποιήσει για τον κλάδο μας ότι στη βράση κολλάει το σίδερο. Αυτό το λέω γιατί, όπως όλοι ξέρουμε, υπάρχουν ένα σωρό λόγοι και ανασταλτικοί παράγοντες για να μην κάνει κανείς το παράτολμο βήμα της ανεξάρτητης παραγωγής. Και τα δύο παραπάνω ζητήματα σε βάζουν είτε σε ένα πλαίσιο αναμονής και ανάθεσης ευθυνών, είτε σε έναν ετεροπροσδιορισμό σε σχέση με αυτό που θέλεις πραγματικά να πραγματευτείς. Δεν τα κρίνω, και σίγουρα έχουν περάσει από το νου μου, αλλά δεν θέλω να αφήσω να γίνουν αυτά η πυξίδα μου.
Τι είναι αυτό το οποίο θες να επικοινωνήσεις στο κοινό μέσω της συγκεκριμένης παράστασης;
Την οξύμωρή μας πραγματικότητα. Τα δίπολα που ενέχει και μας διχάζουν στην κάθε μας επιλογή. Πώς μπορεί ο έρωτας να υπάρχει μέσα στην απόλυτη καταπίεση; Πώς μπορεί ο άνθρωπος να βρει την ηρεμία και τη γαλήνη του στους ασφυκτικούς ρυθμούς και περίπλοκους μηχανισμούς της σύγχρονης πόλης; Δυστυχώς (και ευτυχώς) η λύση δεν είναι καθόλου πασιφανής ή ευχάριστη.
Τι πιστεύεις ωθεί τους ανθρώπους ή ακόμη και τους ήρωές σου στο να καλλιεργούν ψευδαισθήσεις προκειμένου να επιβιώσουν στην σύγχρονή τους πραγματικότητα;
Το δίπολο που ανέφερα προηγουμένως. Προσωπικά, δεν πιστεύω ότι ο άνθρωπος μπορεί να υπάρξει μέσα σε τόσο αντικρουόμενα πλαίσια χωρίς να δημιουργήσει ο ίδιος κάποιες ψευδαισθήσεις που θα καταπραΰνουν αυτό το αίσθημα της αποξένωσής του. Όταν καθετί γύρω σου φαντάζει τόσο απόκοσμο και μακρινό, αρχίζεις κι εσύ ο ίδιος να αμφισβητείς την υπόστασή σου στον κόσμο αυτό. Κάθε επιλογή φαντάζει επιβεβλημένη και αποσπασματική. Και το φαντασιακό πλαίσιο που θέτουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας, παρόλο που καταλαγιάζει για λίγο το χάος στο κεφάλι μας, δυσχεραίνει ενίοτε την κατανόηση του κόσμου αυτού.
Εσύ ζεις με ψευδαισθήσεις;
Προφανώς. Ανάθεμα, και συνάμα μπράβο, σε αυτόν που θα καταφέρει να ζει δίχως αυτές. Θα φέρω ένα παράδειγμα που συνεχώς τριβελίζει το μυαλό μου όσον αφορά αυτές. Περπατάς στον δρόμο, μιλάς στο τηλέφωνο με έναν καλό σου φίλο ή φίλη ή –μακάρι για σε- κάποιον έρωτα. Ο ήλιος λάμπει· όλα είναι ωραία. Και περνάς δίπλα από έναν άστεγο που ζητιανεύει για μερικά ψίχουλα, που παλεύει για ένα κομμάτι ζωής· όσο του αναλογεί σε αυτή την πόλη. Είναι αδιανόητο να μην καταρρίπτονται όλα τα παραπάνω με αυτή την εικόνα. Η επιτομή του ανθρώπινου πόνου στέκει μπροστά σου και σε κοιτά στα μάτια, κι εσύ συνεχίζεις ανέμελος το γλυκύτατό σου τηλεφώνημα, απτόητος, ανεπηρέαστος.
Δεν ξέρω τι να σχολιάσω πάνω σε αυτό το απόλυτο παράδοξο, αλλά είναι ένα φανερό παράδειγμα των ψευδαισθήσεων και των τοίχων που έχουμε θέσει ώστε να προασπίσουμε την ψυχική μας υγεία ενάντια στην καθημερινή βία που υπάρχει στο σύγχρονο αστικό τοπίο.
Υπάρχει κάτι που να καθιστά την συγκεκριμένη δουλειά ξεχωριστή σε σχέση με ότι άλλο έχει προηγηθεί έως τώρα;
Είναι μόλις η δεύτερη σκηνοθεσία μου, επομένως δεν έχω μία τόσο μεγάλη παλέτα επιλογών για να απαντήσω εύστοχα σε αυτή την ερώτηση. Ωστόσο, πιστεύω ότι ο κύριος άξονας που καθιστά κάθε δουλειά ξεχωριστή από την προηγούμενη είναι ο ανθρώπινος παράγοντας. Είναι πολύ γοητευτικό να συναναστρέφεσαι με νέους ανθρώπους σε μια νέα συνθήκη και να διαπραγματεύεσαι εκ νέου το καθετί. Αυτό για μένα καθορίζει την κάθε δουλειά ως ξεχωριστή και χαίρομαι ιδιαίτερα με τις επιλογές που έκανα όσον αφορά αυτό. Χάρη σε αυτούς και αυτές καταφέραμε να ξεπεράσουμε όλα τα εμπόδια και να γίνει αυτή η παράσταση πραγματικότητα. Και για αυτό, τους ευχαριστώ από καρδιάς.
Πληροφορίες και εισιτήρια για την παράσταση εδώ.
0