Ο David Fincher μάς πάει σχεδόν 90 χρόνια πίσω για να μας περιγράψει την ιστορία πίσω από το σενάριο του θρυλικού Citizen Kane, με την βοήθεια μιας ακόμα αψεγάδιαστης ερμηνείας του Gary Oldman στο Mank
To Netflix συνεχίζει να μας κρατάει παρέα όσο οι κινηματογράφοι είναι κλειστοί. Μία στο τόσο μάς προσφέρει ταινίες, που, όχι μόνο είναι αξιόλογες, αλλά στοχεύουν πολύ ψηλά. Στο παρελθόν, από τις συνεργασίες της πλατφόρμας με πρωτοκλασάτους σκηνοθέτες, έχουν προκύψει ταινίες που καταλήγουν να αποτελούν frontrunners για τα Όσκαρ και τα υπόλοιπα μεγάλα κινηματογραφικά βραβεία. Αυτό θα συνέβη και φέτος με κάποιες παραγωγές που θα αφήσουν το στίγμα τους. Μία από αυτές είναι και το Mank του David Fincher, το οποίο έκανε πρεμιέρα στην πλατφόρμα την Παρασκευή και έχει ήδη καταπλήξει κοινό και κριτικούς.
Έχουν δημιουργηθεί πολλές ταινίες που αναπολούν και περιγράφουν την αίγλη του κλασικού Hollywood
Το Mank μπορεί εν μέρει να το κάνει, καθώς η ιστορία του αφορά το Citizen Kane, μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών, αλλά δεν σταματά εκεί. Περνά και στην απέναντι όχθη για να αφηγηθεί όλα εκείνα τα παρασκηνιακά γεγονότα που δεν φάνηκαν ποτέ στο προσκήνιο του ασπρόμαυρου φιλμ και στα λόγια και τις ερμηνείες των λαμπερών αστέρων.
Πλοκή
Ο σεναριογράφος Herman J. Mankiewicz (Oldman), αποφάσισε να συνεργαστεί με τον Orson Welles και να γράψει ένα σενάριο σε εξήντα μέρες. Ενώ ο “Mank” είναι γνωστός για το ταλέντο του, οι αλκοολικές και αυτοκαταστροφικές του τάσεις, μαζί με τη συνήθεια του να μην κρατάει το στόμα του κλειστό, τον βάζουν συνήθως σε μπελάδες. Η Βρετανή γραμματέας του, Rita (Collins) και ο στενός συνεργάτης του Welles, John Houseman, τον έχουν από κοντά με την ελπίδα να τελειώσει το σενάριο εγκαίρως. Ωστόσο, υπάρχουν αυξανόμενες ανησυχίες σχετικά με τις προφανείς εμπνεύσεις του Mankiewicz για το σενάριο που κατέληξε τελικά να μεταφερθεί στην μεγάλη οθόνη ως Citizen Kane.
Το 1971, η κριτικός κινηματογράφου Pauline Kael έγραψε μια έκθεση ονόματι “Raising Kane“. Εκεί υποστήριξε πως το σενάριο του Citizen Kane ήταν πολύ περισσότερο έργο του Mankiewicz παρά του Welles. Σημείωσε, μάλιστα, πως ο πρώτος άξιζε το μεγαλύτερο μέρος των ευσήμων και της πίστωσης. Αν και η άποψη της παραμένει αμφιλεγόμενη μέχρι και σήμερα, το Mank δείχνει να την ενστερνίζεται σχεδόν καθολικά. Ο πατέρας του David Fincher, Jack, έγραψε το σενάριο του Mank, 20 χρόνια πριν. Ο σκηνοθέτης προσπαθούσε επί σειρά ετών να δημιουργήσει την ταινία, αλλά επέμενε να είναι ασπρόμαυρη. Τα studios δεν αποδεχόταν την πρόταση και γι’αυτό άργησε τόσο πολύ να πάρει σάρκα και οστά.
Ακριβώς όπως και στο Citizen Kane, το Mank ακολουθεί μη γραμμική αφήγηση
Η ταινία πηγαίνει μπρος και πίσω στον χρόνο, περιγράφοντας τα γεγονότα που οδήγησαν τον Mankiewicz να εμπνευστεί το σενάριο, αλλά και τις μέρες που το έγραφε έγκλειστος σε μια εξοχική κατοικία. Ωστόσο, οι αναδρομές δεν λειτουργούν μόνο σαν βοηθήματα για να κατανοήσουμε τις εμπνεύσεις του Mankiewicz. Ο σεναριογράφος επανεκτιμά την ζωή του και τους ανθρώπους που τον περιτριγυρίζουν μπροστά στα μάτια μας. Αυτή η επανεκτίμηση ήταν το πρωταρχικό έναυσμα για το σενάριο που έγραψε. Περιγράφεται τόσο ιδανικά που καταλήγουμε να κατανοούμε τους προβληματισμούς και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε.
Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στην πανέμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία του Erik Messerschmidt
Αυτή στόχευσε στην παραπλάνηση πως η ταινία είναι γυρισμένη την περίοδο του κλασικού Hollywood. Ωθεί τον θεατή να αναλογιστεί πόσο πιο όμορφες θα ήταν οι ταινίες εκείνης της εποχής γυρισμένες με αυτό το premium ασπρόμαυρο φιλμ. Όσον αφορά τα υπόλοιπα κομμάτια της παραγωγής, από τα κοστούμια μέχρι τα σκηνικά στα μεγάλα studios της εποχής, το Mank καταφέρνει να μας ταξιδέψει εκεί, μέσα στα στενά των πλατό και δίπλα στα καμαρίνια των αστέρων.
Ερμηνείες
Ο Gary Oldman καταφέρνει να χαθεί και πάλι στον ρόλο που ανέλαβε αποδεικνύοντας πως το Darkest Hour δεν ήταν το ταβάνι του. Ο Βρετανός παραδίδει μια συναρπαστική ερμηνεία που αναδεικνύει πολλά χαρακτηριστικά και πτυχές της προσωπικότητας ενός περίπλοκου ανθρώπου. Τραβάει την προσοχή του θεατή και τον κρατάει σε εγρήγορση. Γύρω του συναντάμε ένα αρκετά αξιόλογο καστ. Μέσα σε αυτό, η Amanda Seyfried και η Lily Collins είναι αυτές που ξεχωρίζουν λίγο περισσότερο. Η Seyfried γοητεύει στον ρόλο της ηθοποιού Marion Davies και σχηματίζει ένα αρκετά δυναμικό δίδυμο στις σκηνές της με τον Oldman. Η Colins παραμένει στιβαρή δίπλα του χωρίς να προσπαθεί πολύ. Αποδεικνύει, έτσι, πως έχει το εύρος για κάτι περισσότερο από τις ρομαντικές κομεντί του Netflix.
Το Mank είναι μία από τις ταινίες της χρόνιας και δίκαια οδεύει προς τα Όσκαρ. Ναι συμφωνούμε, το κινηματογραφικό 2020 ήταν πολύ φτωχό. Μα, πιστέψτε μας, το Mank θα ξεχώριζε οποιοδήποτε έτος κι αν έκανε πρεμιέρα. Προσφέρει κάτι πολύ διαφορετικό από όσα έχετε δει τον τελευταίο καιρό. Κάτι που η 7η τέχνη έχει σίγουρα ανάγκη αυτή τη στιγμή.
4