Συντάκτης: Γρυλλάκης Νίκος
Σε μια ιδιαίτερη συνέντευξη που παραχώρησε στο TFC Magazine, ο σκηνοθέτης Γιάννης Καλαβριανός μοιράζεται τις σκέψεις του τόσο για την φόρα που τον οδήγησε στο να επανέλθει στην κωμωδία έπειτα από δέκα χρόνια όσο και για την επικινδυνότητα της εποχής μέσα στην οποία επέλεξε να την τοποθετήσει καθώς και τις αναλογίες της με τις μέρες που βιώνουμε σήμερα.
Μια συνέντευξη που ευελπιστεί να έχει κοινωνικοπολιτικό πρόσημο, όπως άλλωστε έχει η ίδια η παράσταση (Κουμ Κουάτ), μέσα στην οποία παρελαύνουν φιγούρες μιας άλλης εποχής, οι οποίες, ενδεχομένως με διαφορετική ενδυμασία, συνθέτουν τον κοινωνικό ιστό του σήμερα και κάνουν τις εικόνες του σκοτεινού παρελθόντος τρομακτικά οικείες στα μάτια του σημερινού θεατή. Τον λόγο έχει ο Γιάννης Καλαβριανός.
– Πάπιγκο, ελληνικό Πάσχα, Κουμ Κουάτ, Κέρκυρα, αλλαγή περούκας επί σκηνής και φρενήρεις ρυθμοί. Πώς είναι, μετά τη Γρανάδα, να υπογράφετε ένα έργο και μια σκηνοθεσία που κινείται μεταξύ κωμωδίας και φάρσας; Αναγκαστήκατε να εγκαταλείψετε εργαλεία, με τα οποία ενδεχομένως να είχατε συνηθίσει να δουλεύετε;
Τα σκηνικά εργαλεία είναι πάντα τα ίδια. Παίζουμε με τις λέξεις, τον ρυθμό τους, τις δράσεις και τον χώρο. Το κάθε θεατρικό είδος μεταχειρίζεται διαφορετικά αυτά τα συστατικά, έχοντας ως στόχο τη σκηνική μεταφορά διαφορετικών κειμένων. Είχα 10 χρόνια να σκηνοθετήσω μια κωμωδία και η φόρα με την οποία μπήκα ήταν κατακλυσμιαία.
– Όσον αφορά στη θεατρική φόρμα του εγχειρήματος, ήταν εύκολο να κουρδίσετε τους δύο ηθοποιούς που είναι ούτως ή άλλως συνεργάτες σας χρόνια; Ήταν απαιτητικό το να μεταβείτε από το αφηγηματικό θέατρο σε μια τελείως διαφορετική σκηνική γλώσσα;
Είναι ευκολότερο να συντονιστούν καλοί ηθοποιοί, ειδικά όταν έχουν και προηγούμενη σκηνική συνεργασία. Οι χρόνοι κατανόησης γίνονται συντομότεροι και η επικοινωνία βαθαίνει. Οι τελευταίες μου σκηνοθεσίες, η Τσερλίνε, με τη Μπέτυ Αρβανίτη, η Γρανάδα, τα Ανεμοδαρμένα ύψη, δεν είχαν την αφηγηματική τεχνική των προηγούμενων ετών. Το Κουμ κουάτ είναι η πιο εξωστρεφής και φωτεινή παράσταση που έχω κάνει.
– Γιατί επιλέξατε την περίοδο της δικτατορίας των συνταγματαρχών απ’ όλες τις περιόδους της ελληνικής ιστορίας; Τι θα απαντούσατε σε αυτούς που δικαιολογούν τα πεπραγμένα των χουντικών και ποια πιστεύετε ότι είναι τα κατάλοιπα που άφησε η συγκεκριμένη περίοδος στις μέρες που βιώνουμε σήμερα;
Την περίοδο της δικτατορίας υπήρξε μια πρωτοφανής καχυποψία για οτιδήποτε δεν συνέπλεε με τη γραμμή των συνταγματαρχών, είτε ιδεολογικά, είτε αισθητικά. Η χώρα ανακάλυπτε συνεχώς εχθρούς στο εξωτερικό ή το εσωτερικό της. Οργανώθηκε μια συστηματική προσπάθεια δημιουργίας μια «νέας ελληνικότητας». Η παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, ως συνεκτική ουσία του έθνους, κάνοντας τελικά τους πολίτες να την απαξιώσουν για δεκαετίες και ουσιαστικά να τη βγάλουν από τη ζωή τους. Οι έννοιες της πατρίδας, του έθνους και της ιστορίας εργαλειοποιήθηκαν πονηρά και χρησιμοποιήθηκαν από τους αυτόκλητους σωτήρες της χώρας. Φοβάμαι πως αντίστοιχες τακτικές εφαρμόζουν και σήμερα διάφοροι πονηροί, που εύχομαι να ξεσκεπαστούν πολύ γρήγορα. Η πολύ επικίνδυνη ομοιότητα και οι αντίστοιχες κινήσεις, μας οδήγησαν να τοποθετήσουμε εξαρχής τη δράση σε εκείνη την περίοδο. Δεν θα μπω σε καμία συζήτηση δικαιολόγησης των χουντικών. Δεν θα κανονικοποιήσουμε την κάθε παρανοϊκή, παράνομη και απάνθρωπη συμπεριφορά εγκληματιών.
– Αν σας ζητούσα να βρείτε αναλογίες της εποχής μας με αυτή την επικίνδυνη εποχή της ελληνικής ιστορίας, πού θα τις εντοπίζατε;
Στην καχυποψία, τον διχαστικό λόγο, την αναζήτηση εσωτερικού εχθρού και τη συνεχή σύγκριση της Ελλάδας με τις άλλες χώρες, λες και βρισκόμαστε σε διαρκή ακήρυχτο πόλεμο.
– Θα ήθελα να μου σχολιάσετε τη φράση «Παρ’ το απόφαση, η Ελλάδα δύο πράγματα έβγαζε, βγάζει και θα βγάζει: τσεβρέδες και χαφιέδες». Με τρομάζει η ιδέα ότι αυτό που λέγεται στην παράσταση ισχύει, όσο με τρομάζει και η τάση του Έλληνα να το «πάρει απόφαση». Έχουμε συμβιβαστεί, θεωρείτε, με την ιδέα ότι αυτή η χώρα μπορεί και να βγάζει όχι μόνον χαφιέδες αλλά και ημιμαθείς, φασίστες, καιροσκόπους, ρατσιστές; Είναι χαρακτηριστικό του Έλληνα να έρπει προς το σκοτεινό ή θεωρείτε ότι είναι οι καιροί σκοτεινοί εν γένει;
Πρέπει να δείτε την παράσταση και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αναφέρεται η συγκεκριμένη φράση. Την αναφέρει ένας γυναικείος χαρακτήρας που καιροσκοπικά αποφασίζει πως δεν την ενοχλεί το γεγονός πως ο νέος αγαπημένος της είναι χουντικός. Η απομόνωση τμημάτων, αναπόφευκτα παρανοεί το νόημα και τον στόχο, που είναι ο εντελώς αντίθετος. Όσο για το «παρ’ το απόφαση», δυστυχώς θα πρέπει να δούμε το τέρας κατάματα. Μεγάλο μέρος των συμπατριωτών μας, χρησιμοποιεί μικροπρεπείς έως και επικίνδυνες μεθόδους, προκειμένου να συμπλεύσει με το εκάστοτε καθεστώς. Και δεν είναι αμελητέο ποσοστό. Όσον αφορά στα «χαρακτηριστικά του Έλληνα», δεν πιστεύω πως ο Έλληνας έχει «χαρακτηριστικά», όπως δεν έχει και ο Γερμανός ή ο Γάλλος. Σοβαροί, εργατικοί, δημιουργικοί, ζηλόφθονες, τεμπέληδες ή εκδικητικοί άνθρωποι υπάρχουν παντού. Και υπό συγκεκριμένες καταστάσεις, όλοι μας μπορεί να ενεργήσουμε υπακούοντας σε ταπεινά ένστικτα.
Το ζητούμενο είναι να έχει κανείς ενσωματώσει εκείνες τις αρχές και το ηθικό οπλοστάσιο, που θα τον οδηγήσουν, ακόμη και αν οι καιροί είναι σκοτεινοί, σε φωτεινές επιλογές.
– Πιστεύετε ότι το θέατρο έχει χρέος να γίνεται πολιτικό; Το θέατρό σας έχει ούτως ή άλλως προβληματισμούς υπαρξιακής και κοινωνικής ή ανθρωπιστικής φύσης. Ήταν μέλημά σας σε αυτή την περίπτωση να εκφράσετε ανησυχίες πολιτικής φύσης; Γεννήθηκε φόβος ή αβεβαιότητα στο εγχείρημά σας;
Το θέατρο είναι από τη γέννησή του μία πολιτική πράξη. Τοποθετώντας την εξέλιξη μιας ιστορίας σε μια δύσκολη ιστορικά και κοινωνικά εποχή, αναπόφευκτα παίρνεις θέση για αυτήν. Δεν φοβηθήκαμε γράφοντας το έργο, γιατί οι εποχές που κάποιος φοβόταν για ό,τι πίστευε, πρέσβευε ή επέλεγε, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
– Πόσες άλλες περιπτώσεις σαν το Κουμ Κουάτ εντοπίζετε γύρω μας; Για πόσα άλλα φουσκώνουμε από περηφάνεια νομίζοντας ότι είναι δικά μας χωρίς να τα γνωρίζουμε καθόλου; Είμαστε απόγονοι του Σωκράτη, του Αριστοτέλη, του Μεγάλου Αλεξάνδρου και δεν χρειαζόμαστε τίποτα άλλο εκτός από την «ελληνική» κληρονομιά; Μας χαρακτηρίζει θεωρείτε μια «διαστρεβλωμένη ελληνικότητα»;
Τον τελευταίο καιρό υπάρχει μία έντονη εκμετάλλευση των εννοιών και η «ελληνικότητα» δεν θα μπορούσε να ξεφύγει. Η «ελληνικότητα», δεν υπάρχει κάπου, για να γνωρίζουμε εάν αυτή τη στιγμή βιώνουμε την διαστρέβλωσή της. Η αίσθηση του ανήκειν στο ελληνικό έθνος, όπως και οι λοιπές έννοιες, ρέουν μέσα στο χρόνο και σχηματίζονται από τους κάθε φορά εκφραστές τους. Το να αισθάνεται κάποιος υπερήφανος για τα επιτεύγματα της ομάδας στην οποία τοποθετεί τον εαυτό του, δεν είναι κακό, αντίθετα ενδυναμώνει το αίσθημα του ανήκειν και συνομιλείν. Κακό και επικίνδυνο είναι να μην αναγνωρίζει κανείς τα επιτεύγματα των υπολοίπων ομάδων και να βαίνει σε ατελέσφορες συγκρίσεις.
– Εκτός του Κουμ Κουάτ, φέτος βρίσκεστε αντιμέτωπος με ένα ακόμη τόλμημα, αυτό της κατάβασης στην Επίδαυρο. Μαθαίνω ότι κάνετε καθημερινά πρόβες και θέλω να σας ρωτήσω πόσο έτοιμος νιώθετε για αυτό το στοίχημα αλλά και ποια θα είναι τα διαφορετικά χαρακτηριστικά της δικής σας Ιφιγένειας, ποια θα είναι η δική σας ματιά στο έργο.
Οι πρόβες με τους συντελεστές και τους ηθοποιούς της Ιφιγένειας έχουν ξεκινήσει από τα τέλη Μαρτίου και όλοι δουλεύουμε για να ακουστεί με τον καλύτερο και καθαρότερο δυνατό τρόπο ο λόγος του Ευριπίδη. Αυτή η καθαρότητα ήταν το πρωταρχικό ζητούμενο. Προσπαθούμε να αφαιρέσουμε κάθε τι περιττό και να αφήσουμε γυμνή και πανέμορφη την ιστορία των Ατρειδών. Η παράσταση θα παιχτεί σε ένα κομμάτι γης, με μόνα στοιχεία τα λευκά κρίνα που φυτρώνουν κοντά στις παραλίες και θα την διατρέχει ένα μπλε ελάφι. Ένα φανταστικό πλάσμα που θα κατοικεί στον χώρο και θα διατρέχει τον χρόνο. Και με ήρωες που είναι τόσο ανθρώπινοι, που μπορεί να ξενίσουν.
– Έχετε ανησυχίες οι οποίες δεν έχουν εκφραστεί ακόμη μέσω της θεατρικής σας γλώσσας και επιθυμείτε να τις εκφράσετε σε κάτι επερχόμενο;
Η δουλειά μου είναι να είμαι ο δέκτης και μετέπειτα πομπός ιδεών και προβληματισμών. Μετά από 20 χρόνια επαγγελματικής παρουσίας στο θέατρο, μονοπωλεί τη σκέψη μου η έννοια της φθαρτότητας και αυτό θα είναι το θέμα της επόμενης παράστασής μου.