Συντάκτρια: Νεφέλη Γκίκογλου
Ο Τάσος Ιορδανίδης πρωταγωνιστεί στο καθηλωτικό αντιπολεμικό έργο «Ο Τζόνι πήρε τ’ όπλο του», βασισμένο στο έργο του Ντάλτον Τράμπο, σε απόδοση Σοφίας Αδαμίδου και σκηνοθεσία Θάλειας Ματίκα.
Μετά από έναν άκρως επιτυχημένο κύκλο παραστάσεων στην Αθήνα και λίγο πριν φέρει τις θεατρικές του αποσκευές στη Θεσσαλονίκη, ο ηθοποιός μίλησε στο TFC Magazine για τη φρίκη του πολέμου, το δώρο της ζωής, την ανάγκη του ανθρώπου για επικοινωνία, δίνοντάς μας μια γεύση για όσα θα παρακολουθήσουμε τις ερχόμενες μέρες στο Θέατρο Αμαλία.
-Το έργο του Τράμπο αποδίδεται θεατρικά ως ένας μονόλογος, απογυμνωμένος μάλιστα από κάθε σκηνική δράση. Ποια είναι η πρόκληση για τον ηθοποιό σε αυτή την περίπτωση;
Αρχικά υπάρχει η δράση μέσω της αφήγησης, η οποία αφήγηση δεν είναι παρά οι καταιγιστικές σκέψεις του ίδιου του ήρωα. Οι σκέψεις αυτές μας μεταφέρουν από τα χαρακώματα και τις φρικαλεότητες που έζησε στην εμπόλεμη ζώνη μέχρι τις όμορφες αναμνήσεις από τη ζωή με την οικογένεια και την κοπέλα του. Φυσικά μέσα σε όλα αυτά υπάρχει κι ένα δριμύτατο «κατηγορώ» απέναντι σε κάθε μιλιταριστική και πολεμική νοοτροπία και διάθεση. Η πρόκληση είναι μεγάλη γιατί η σκηνοθεσία της Θάλειας επιτάσσει να είμαι ακίνητος για 70 λεπτά, κάτι το οποίο είναι πολύ δύσκολο σωματικά. Αυτό όμως που μου δίνει δύναμη είναι η πνευματική εγρήγορση, που προκύπτει από την ισχύ του λόγου του Τράμπο, και από την πολύ καλή μεταφορά της Σοφίας Αδαμίδου.
-Ο Τζο είναι μια ψυχή εγκλωβισμένη σ’ ένα κατεστραμμένο σώμα, που μέσω της σκέψης του όμως αγωνίζεται να ζήσει και να επικοινωνήσει. Μέχρι πού πιστεύεις ότι μπορεί να φτάσει τον άνθρωπο αυτή η δύναμη της σκέψης;
Πέρα από το αντιπολεμικό μήνυμα, η παράσταση αυτή θέλει να σκιαγραφήσει και να μοιραστεί το μεγαλείο και τη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής στην ανάγκη της για επιβίωση, όσο αντίξοες και αν είναι οι συνθήκες. Το δώρο της ζωής είναι κάτι ανεκτίμητο. Θεωρώ όμως πως και ο συγκεκριμένος ήρωας δεν είναι ένας απλός στρατιώτης, αλλά ένα σύμβολο.
Ένας άλλος, σύγχρονος Προμηθέας Δεσμώτης, εγκλωβισμένος μέσα στο ίδιο του το σώμα και το ίδιο του το μυαλό, ή ένας άλλος Χριστός, ο οποίος θα στέκεται εκεί και θα απειλεί πάντα με την παρουσία του και την πνευματικότητά του κάθε φρικαλεότητα του ανθρώπινου είδους, όπως ο πόλεμος, που είναι ίσως και η μεγαλύτερη παράνοια.
-Η παράσταση αποτελεί έναν αντιπολεμικό ύμνο, που χρησιμοποιεί όμως ως μέσο τον λόγο και όχι την εικόνα. Πώς επιδρά αυτό στον θεατή;
Μέχρι στιγμής η ανταπόκριση είναι πολύ θετική, πιστεύω πως αυτή η παράσταση είναι ό,τι καλύτερο έχω κάνει στο θέατρο. Αυτός ο ρόλος θα με συντροφεύει μια ζωή, γιατί ο λόγος του είναι τόσο ισχυρός, που κάποια εικόνα ή κάποιο άλλο σκηνοθετικό «τερτίπι» θα τον αποδυνάμωνε. Γι’ αυτό και ό,τι προκύπτει μέσα από την αφήγηση προκαλεί στον θεατή πολύ ισχυρά συναισθήματα.
-Μήπως αυτό οφείλεται και στο ότι στην εποχή μας οι άνθρωποι έχουμε «ανοσία» στις εικόνες φρίκης;
Ισχύει πως λόγω της υπερπληροφόρησης και της εξάπλωσης του διαδικτύου, μπορεί να βλέπουμε κάποιες εικόνες που στο παρελθόν ίσως να μας στοίχειωναν και τώρα να έχουν γίνει μέρος της καθημερινότητάς μας, να λέμε απλά «αχ κρίμα». Αυτός είναι κι ο λόγος που ανεβάσαμε αυτή την παράσταση, καθώς το έργο παραμένει, δυστυχώς, πάντα επίκαιρο και διαχρονικό.
-Ποια είναι η ευθύνη του ανθρώπου – θεατή μπροστά στον πόλεμο;
Προσπαθούμε να κινητοποιήσουμε τη σκέψη και το αίσθημα του θεατή, ώστε, παρόλο που εμείς σε αυτό τον τομέα ζούμε σε μια ευλογημένη χώρα, να μη μένει αποστασιοποιημένος. Με τη στάση ζωής του και με τις πράξεις του πρέπει ο καθένας να κάνει μια δήλωση από το “μετερίζι” του, να μην είναι αμέτοχος σε όλα αυτά που συμβαίνουν σε διάφορα σημεία του παγκόσμιου χάρτη.
-Τι είναι αυτό στο λόγο του ήρωα που σου έχει δώσει περισσότερη τροφή για σκέψη;
Νομίζω πως είναι το ότι οι άνθρωποι που πάνε να πολεμήσουν πραγματικά δε ξέρουν για ποιο λόγο πολεμούν. Οι αληθινές αιτίες ποτέ δε θα εμφανιστούν, μόνο προσχήματα υπάρχουν, με ανθρώπους να θυσιάζονται στο βωμό κάποιων συμφερόντων.
-Το κοινό αντιλαμβάνεται διαφορετικά ένα έργο που μπορεί να γνωρίζει ήδη από τη λογοτεχνία ή τον κινηματογράφο;
Εξαρτάται από την προσέγγιση της κάθε μεταφοράς. Εμείς έχουμε κάνει τη μεταφορά απευθείας από τη νουβέλα. Σίγουρα υπάρχει μια αντίστιξη, αλλά η πρωτοτυπία βρίσκεται στη μονολογική μορφή. Συναντάμε τόσο τον κεντρικό ήρωα, όσο και τους συμπληρωματικούς, μέσα από τη λειτουργία του μυαλού του.
-Έχεις ασχοληθεί με το συγκεκριμένο έργο και στο παρελθόν. Με το πέρασμα των χρόνων, η ανάγνωση της ίδιας ιστορίας αποκαλύπτει διαφορετικά πράγματα;
Ήταν η πρώτη μου δουλειά ως επαγγελματίας ηθοποιός, όμως η προσέγγιση ήταν τελείως διαφορετική. Υπήρχε μια αλληγορική διάθεση, με τον ήρωα να μπορεί να κινείται. Είχα πάντως ανοιχτούς λογαριασμούς με αυτόν τον ήρωα! Σίγουρα οι εμπειρίες ζωής εντός κι εκτός σκηνής μου έχουν προσφέρει φορτία, με αποτέλεσμα να βλέπω τα πράγματα αρκετά διαφορετικά σε σχέση με τότε. Υπήρχε μια άγνοια κινδύνου, τώρα τα πράγματα είναι κάπως πιο εμπεριστατωμένα.
-Είσαι ένας ηθοποιός που έχει αναμετρηθεί υποκριτικά με πολλά διαφορετικά πράγματα. Υπάρχει κάποιος ρόλος στον οποίο θα ήθελες να επιστρέψεις;
Ναι, και αυτός ήταν ο Τζόνι! Αν προκύψει κάτι άλλο θα το δούμε. Για παράδειγμα το «Έγκλημα και Τιμωρία» και ο «Άμλετ» πήγαν για δύο χρόνια, οπότε νομίζω πως είναι ρόλοι που δε θα είχα ανάγκη να ξανασυναντήσω.
-Ποια είναι η «θεατρική» σου σχέση με τη Θεσσαλονίκη;
Η Θεσσαλονίκη έχει ένα πάρα πολύ καλό κοινό με πολύ ισχυρό κριτήριο, αγκαλιάζει τις καλές παραστάσεις και απορρίπτει τις μέτριες. Θεωρώ πως είναι πάρα πολύ ωραίο που ξεκινάμε τις παραστάσεις μας εκτός Αθηνών απ΄τη Θεσσαλονίκη!
–Αν έπρεπε να περιγράψεις το έργο αυτό με μία λέξη, ποια θα ήταν αυτή;
Ελπίδα.
“Ο ΤΖΟΝΙ ΠΗΡΕ Τ΄ΟΠΛΟ ΤΟΥ”
στις 5,6 & 7 Ιουνίου στο Θέατρο Αμαλία