Αγαπημένε μου αναγνώστη,
Αν διάβασες τον τίτλο και ακόμα δεν έχεις καταλάβει σε ποια ταινία αναφέρομαι, υπάρχουν δυο εκδοχές: είτε ζεις σε σπηλιά, είτε έχεις απαρνηθεί τα social media και το σινεμά γενικότερα -οπότε λίγο δύσκολο και να διαβάζεις αυτή τη στιγμή τούτες τις σειρές, άρα ας σε αποκλείσουμε γενικά από το πιστό μου κοινό.
Το La La Land είναι μια ταινία που έσκασε σαν βόμβα στις υποψηφιότητες, με 7 Χρυσές Σφαίρες στο ενεργητικό του και 14 υποψηφιότητες για Όσκαρ
Α, ανάμεσα στις υπόλοιπες υποψηφιότητες για βραβεία, βάλε μέσα και τα BAFTA (δηλαδή τα βραβεία της βρετανικής ακαδημίας κινηματογράφου, σε περίπτωση που δεν το γνώριζες).
Το La La Land λοιπόν, είναι ένα μιούζικαλ με το εξής κοινό, χιλιοειπωμένο, πιο-κλασσικό-κι-από-την-κλασσική-μουσική story: ένας μουσικός στο L.A., τη γνωστή μαγική “χώρα” του Hollywood, των τεχνών και των θεαμάτων, γνωρίζει μια νεαρή ηθοποιό που παλεύει κι αυτή, ανάμεσα σε όλους, να γίνει μια πετυχημένη και διακεκριμένη ηθοποιός. Τι είναι αυτό που κάνει όμως αυτή την ταινία τόσο διαφορετική, που σύσσωμοι κριτές και θεατές ορκίζονται στο όνομα της;
Είναι το μουσικό στοιχείο, η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες ή η πλοκή αυτό που την εξυψώνει τόσο στα μάτια του κοινού; Η απάντηση είναι…
Προς το παρόν κράτα την απορία σου.
Οι δυο πρωταγωνιστές, που λες, ζούνε τις ζωές τους μέσα σε μια πόλη που πάλλεται από ρυθμό, ζωντάνια και έκρηξη ταλέντου. Όσο πιο ενδιαφέρουσα και φιλόδοξη κάνει τη ζωή τους όμως, τόσο πιο δύσκολο το κάνει να μπορέσουν να φτάσουν πιο κοντά στα όνειρά τους.
Το La La Land παίρνει την ιστορία ενός κλασσικού νέου/νέας, γεμάτου όνειρα, με σχέδια δουλεμένα όσο τίποτα άλλο στη σκέψη του πρωί και βράδυ, με όρεξη να ξεχωρίσει και τον τοποθετεί χρονικά και τοπικά στην αναπόφευκτη πραγματικότητα. Του φωνάζει δυνατά (όπως και σε σένα) το εξής: ” Άκου, δεν είσαι ο μόνος με όρεξη, σίγουρα όχι ο μοναδικός με ταλέντο και θα υποστείς πολλούς συμβιβασμούς για να φτάσεις στο end goal σου. Και αν.”
Στην προσπάθειά σου να καταφέρεις να αγγίξεις αυτό το τόσο δικό σου, το αγαπημένο όσο τίποτα, το υπέρτατο και μοναδικό όνειρο…μάντεψε. Θα συναντήσεις εμπόδια. Ναι, αλλά κοίτα που θα συναντήσεις και τον έρωτα αν είσαι τυχερός -αν όχι, πάλι τυχερός- έχουν καεί και οι καλύτεροι από μας με τούτο το μαρτύριο.
Η διεκδίκηση, ο ρομαντισμός, το φλερτ, οι θυσίες μπροστά στον βωμό του πραγματικού έρωτα είναι στοιχεία της ταινίας που οδηγούν στο αναμενόμενο και αναπόφευκτο: όταν μπαίνει η αγάπη στην εξίσωση, ποια γίνεται η μεταβλητή και ποια τα δεδομένα;
Στην ομορφότατη και σπουδαιότερη αλληλεπίδραση του ανθρώπινου είδους μέσω του έρωτα -έλα, μην το αρνηθείς, τόσες ταινίες και τραγούδια φτιάχτηκαν για πάρτη του και μόνο-, υπάρχουν οι γνωστότατοι συμβιβασμοί. Θα μου πεις, αυτά μας τα ξαναείπες σε προηγούμενα άρθρα Βασιλική, επαναλαμβάνεσαι. Θα σου απαντήσω -παθιασμένα, μην σε ξεγελάει το φιλικό ύφος μου- με ένα ηχηρότατο όχι.
Το κεντρικό σημείο της ταινίας, το focus point αλλιώς, είναι μια παράλληλη προσπάθεια των δυο χαρακτήρων να βρουν μια αρμονία ανάμεσα στα “θέλω” και στα “πρέπει” τους. Ο καθένας με τις ξεχωριστές επιτυχίες και αποτυχίες, αλλά με μια σταθερή επαφή κατά την διάρκεια της οποίας εκτυλίσσεται το φαινόμενο της κοινής, και όχι ζωής τους. Όλα αυτά, να τονίσω, μέσα από μαγευτικές σκηνές με χορό στη χαραυγή και ξενάγηση στο αστεροσκοπείο -να τη θυμάσαι αυτήν την αναφορά-, ατέρμονες auditions, δισκογραφικά συμβόλαια -γεια σου John Legend!- και μοναχικές νύχτες.
Μέσω του παραλληλισμού της jazz -που για άλλη μια φορά διέπει το έργο και με κάνει εξαιρετικά χαρούμενη σε σημείο giddiness- παίζει και ο J.K.Simmons του Whiplash, τυχαίο;-που ψάχνει την ταυτότητά της στην μουσική βιομηχανία του σήμερα, έτσι και οι πρωταγωνιστές καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στο παλιό, λατρεμένο όνειρο και στα νέα, κυνικά, αδιαμφισβήτητα δεδομένα. Ποιος είναι αυτός που όντως προχωρά και ποιος όχι; Όταν συναντάς συνέχεια εμπόδια μπροστά σου, φταίει η ατυχία; αναβλητικότητα που προκαλεί ο φόβος του ρίσκου ή απλά η συνειδητοποίηση ότι ξέρεις κάτι, you ‘re just not good enough?
Tο όλο turmoil (βλέπε ανησυχία), εσωτερικά και εξωτερικά, κορυφώνεται όσο η ιστορία προχωράει προς το τέλος. Εκεί είναι που οι αποφάσεις που πήρες έρχονται και σε κοιτάνε κατά μέτωπο, χωρίς δικαιολογίες ή δυνατότητα αποφυγής.
Άραγε τι θα γινόταν αν σε εκείνη τη στιγμή, που θυμάσαι σαν να ήταν χθες, αποφάσιζες κάτι διαφορετικό; Αν έβαζες προτεραιότητα το μέλλον σου ή αυτό που ένιωθες τόσο έντονα τότε, ποιες θα ήταν οι συνέπειες που θα μετέβαλλαν καθοριστικά και αμετάκλητα την ζωή σου στο μετά και το τώρα; Οι άπειρες -ή και όχι, αναλόγως πως το βλέπεις- επιλογές σου σε συνδυασμό με τις επιλογές των άλλων,- ιδιαίτερα των προσώπων που αισθάνεσαι πιο κοντά από ποτέ-, τι θα σου προσέφεραν καλύτερο, δυνατότερο, πιο κοντά στο όνειρο που το άφησες να φύγει; Τι έχασες, τι κέρδισες και τι επιλογές παραπάνω είχες, που όταν ήρθε η ώρα ήταν αδύνατο να δεις;
Σε ένα εξαιρετικά πετυχημένο ταίριασμα του ρεαλισμού με την φαντασία, το όνειρο και τον έρωτα το La La Land, αφού σε διεγείρει συναισθηματικά και σε κάνει να ταυτιστείς με τα άγχη, τον φόβο, τη χαρά και την απογοήτευση των πρωταγωνιστών, σε οδηγεί στο να αντιμετωπίσεις τον μεγαλύτερο αντίπαλο από όλους. And that, my dear, is none other but life itself.
Υ.Γ. Η απάντηση που περιμένεις δεν θα έρθει. Δες την ταινία και βρες το μόνος σου. -Ίσως φοβάμαι να μην κάνω γκάφα και οι πιο ειδήμονες στον χώρο με λιθοβολήσουν δημοσίως. Μπορεί, βέβαια, να φταίει απλά το ότι είμαι κακίστρω.-