Γκιμαράες, 16 Οκτώβρη 2022
Την Κυριακή εκείνη, περίμενα για ένα τρένο που δεν ήρθε ποτέ. Βρισκόμουν στον σιδηροδρομικό σταθμό του Γκιμαράες και είχα αποφασίσει πως θα έκανα την πρώτη μου επίσκεψη στο Πόρτο. Ήταν μια Κυριακή όπως όλες οι άλλες. Από αυτές τις κρύες και μελαγχολικές του Οκτώβρη, που κάτι μας λείπει και όλα μας φταίνε.
Το τοπίο γύρω μου ήταν υπερβολικά γκρίζο – ιδίως για μια πόλη ενίοτε χρωματιστή – και ο κόσμος ήταν λιγοστός. Για την ακρίβεια, ήταν λες και είχε πέσει κάποια ατομική βόμβα σκορπίζοντας την απώλεια σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο. Μια κοπέλα με πλησίασε και με ρώτησε αν περιμένω για κάποιον ή αν έχασα το δρόμο μου, επειδή κοιτούσα το μεγάλο χάρτη που υπήρχε στις αποβάθρες. Της απάντησα ότι είμαι μια χαρά και χάθηκε χαμογελαστή προς το άπειρο.
Στη μεγάλη αποβάθρα της ζωής, είμαστε όλ@ συνταξιδιώτες
Κάποια άτομα θα βρουν εύκολα το δρόμο για το σπίτι, κάποια θα περιφέρονται αέναα από μέρος σε μέρος αναζητώντας κάτι που έχασαν άδικα και άλλα έχοντας ξεμείνει χωρίς εισιτήριο, θα βλέπουν τα τρένα να περνούν και να χάνονται.
Στο δρόμο για το σπίτι, απογοητευμένη που είχα καθηλωθεί στο ίδιο σημείο και πάλι, ύψωσα το βλέμμα μου προς τον ουρανό. Τα σύννεφα διαλύονταν, το φως του ήλιου απλωνόταν στη γη και τα πουλιά συνέχισαν να πετούν.
Μακριά μπορεί να μην πήγαμε, αλλά τελικά πιο μακριά φτάσαμε.
5