Ο Γιώργος Χατζηπαύλου είναι ο κωμικός που αμφιταλαντεύεται με μεγάλη, όμως, επιτυχία για χρόνια μεταξύ τηλεόρασης, youtube και stand up παραστάσεων.Το όνομά του πάντα συνοδεύεται με ένα σωρό επίθετα που περιγράφουν το γέλιο που προκαλεί αλλά και την ευφυΐα των κειμένων του. Μέσα από μια όχι σύντομη, αλλά και πολύ περιεκτική κουβέντα που είχα μαζί του, κατάφερα να φανταστώ για λίγο μια stand up παράσταση από διαφορετική σκοπιά από αυτή που έχω συνηθίσει. Πάντα είχα, βέβαια, την απορία για το πόσο διαφορετική είναι, άραγε, η παράσταση από τη πλευρά της σκηνής, του κωμικού, του οικοδεσπότη της βραδιάς. Και να που λύθηκαν οι απορίες μου μιας και ο Γιώργος μου απάντησε επιμελώς και σε όλο το φάσμα των ερωτήσεων μου.
Γιατί ΤΑΪΜΙΝΓΚ;
Γενικά στις παραστάσεις stand up ο τίτλος προκύπτει είτε από ένα κομμάτι χαρακτηριστικό, κατά τη γνώμη του κωμικού, είτε από μια γενική περιγραφή της παράστασης, αν υπάρχει μια κεντρική ιδέα. Συνήθως συμβαίνει ή το ένα ή το άλλο. Εδώ ισχύει το δεύτερο. Είχα μια κεντρική ιδέα που σχετίζεται με το πως μπορείς να συγχρονίσεις τις πολύ σημαντικές σου στιγμές, ευχάριστες ή δυσάρεστες με χιούμορ στο παρόν σου. Φυσικά και να καταλαβαίνεις ότι δεν είναι πράγματα που απλώς συνέβησαν κάποτε στο παρελθόν αλλά υπάρχει μια εφαρμογή και σύνδεση με το σήμερα. Αυτό είναι που κάπως σε διαμορφώνει σιγά σιγά. Εξ’ου και ο τίτλος. Έχει να κάνει περισσότερο με την έννοια του συγχρονισμού και όχι το μοιρολατρικό, ας πούμε, της σύμπτωσης.
Η ίδια η δουλειά σου εκτυλίσσεται γύρω από το παιχνίδι με τις λέξεις. Πώς καταφέρνεις να διαλέξεις μόνο μια για να περιγράψεις μια ολόκληρη παράσταση;
Η αλήθεια είναι πως εκτός από το παιχνίδι με τις λέξεις, όπως λες, στη κωμωδία υπάρχει και κάτι το οποίο λέγεται “οικονομία λόγου“, δηλαδή ξεκινάς με ένα αστείο το οποίο είναι 20 λέξεις και προσπαθείς να το κάνεις 15, μετά 10. Αυτό γίνεται για να χρησιμοποιήσεις ακριβώς τις λέξεις που χρειάζεται, ώστε να μην κάνει κοιλιά. Με τον τίτλο εδώ, που είναι μια λέξη κάπως έτσι ξεκίνησε. Δηλαδή κάπου έχω γραμμένους τους πρώτους τίτλους που σκέφτηκα και την εξέλιξη αυτών. Καμιά φορά, όμως, ξέρεις, μια λέξη αρκεί για να αποδώσεις την έννοια που θέλεις. Επίσης, σκέψου ότι όταν και μια λέξη το βάζεις και με πιο μεγάλα γράμματα. Με το όνομά μου ο καημένος, δυστυχώς δεν έχω τη δυνατότητα της μεγάλης γραμματοσειράς εκεί. Οπότε έβγαλα το απωθημένο μου εκεί.
Μιας και μιλήσαμε για το πως βρίσκεις τον τίτλο, ας περάσουμε στα αστεία καθ’αυτά. Υπάρχει μια συγκεκριμένη διαδικασία για να γράψεις ένα bit; Ή απλά ξεκινάει από κάτι που σε εμπνέει και μετά παίρνει το δρόμο του;
Κοίτα, όσο περνάει ο καιρός, όσο πιο πολύ γίνεσαι κομμάτι της δουλειάς αυτής, τόσο λιγότερο ενδιαφέροντα σου φαίνονται τα θέματα που προκύπτουν από έμπνευση. Εκεί αποκτούν μεγαλύτερο ενδιαφέρον τα θέματα που επιλέγεις ή οι καταστάσεις που σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον για κάποιο λόγο. Χωρίς, φυσικά, να εξαιρείται πως κάτι που πέρασε από μπροστά μου και δε το περίμενα με ενέπνευσε. Αλλά αυτό προκύπτει κυρίως από την ανάγκη να μη περιμένω να έρθει κάτι, όσο το να το προκαλώ εγώ να έρθει, σαν θέμα, σαν ιδέα. Εγώ γενικά, προσπαθώ να γράφω κάθε μέρα. Όταν είμαι στην Αθήνα, ξυπνάω το πρωί, πάω στο γραφείο μου κάθομαι 4, 6 ή 8 ώρες ανάλογα και δουλεύω πάνω σε κείμενα. Αυτό είναι και το βασικό κομμάτι της δουλειάς. Ουσιαστικά χωρίς αυτό δεν υπάρχει παράσταση.
Συνήθως, έχω σημειώσεις μιας φράσης, ένα premise. Έχω σημειώσεις με μεγαλύτερη ανάπτυξη της ιδέας και όταν αποφασίσω να δουλέψω πάνω στο κείμενο δουλεύω σε βάθος με τις τεχνικές που με το καιρό αισθάνθηκα περισσότερο ασφαλής να δουλεύω. Μετά κάνω ασκήσεις επί χάρτου. Μπορεί μια παράσταση μόλις να έχει ξεκινήσει αλλά πάντα το μυαλό μου είναι και στην επόμενη. Μπορεί να πάρω δυο κείμενα που είναι έτοιμα και να δω πως συνδυάζονται μεταξύ τους και να το δοκιμάσω κάπου. Είναι μια μόνιμη διαδικασία. Δεν έχει αρχή και τέλος, τύπου “Ωραία ξεκίνησε το ΤΑΪΜΙΝΓΚ, τώρα για όσα χρόνια θα παίζεται η παράσταση, δεν ξανά ακουμπάω το πληκτρολόγιο”. Δεν είναι έτσι.
Πόσο καιρό σου παίρνει περίπου για να μάθεις ένα καινούριο κομμάτι άν όχι ολόκληρη τη παράσταση; Τι πρόβες χρειάζονται;
Υπάρχουν δυο στάδια. Είναι άλλο το να μάθεις το κείμενο και άλλο να ρολάρει. Το να αποστηθίσεις το κομμάτι είναι το εύκολο στάδιο γιατί, ουσιαστικά, όταν ακολουθείς την τεχνική όπου μιλάς ανεξέλεγκτα για ένα θέμα, ο εγκέφαλος σου πετάει ιδέες. Όταν, λοιπόν, έχεις το κείμενο το αποστηθίζεις παίζοντάς το. Εκεί βγαίνουν κι άλλα πράγματα, κι άλλα πράγματα αλλά λείπει ο κόσμος, που είναι πολύ βασικό συστατικό. Μετά κάνεις παραστάσεις δοκιμών και σίγουρα το πρώτο καιρό προσπαθείς να θυμηθείς πώς λες τί, ώστε να λειτουργήσει, όπως εσύ πιστεύεις ότι πρέπει να λειτουργήσει. Όταν ξεκινάει η παράσταση και ξέρεις πια τι πρέπει να κάνεις, μετά από 3 με 4 μήνες συχνών, σχετικά, παραστάσεων είσαι εντάξει.
Οπότε κάθε παράσταση, είναι και μια πρόβα ουσιαστικά;
Ναι, βέβαια! Εκεί είναι η ουσία. Δηλαδή καμιά φορά δεν είναι μόνο τα γέλια που παίρνει ένα αστείο ή αυτά που δεν παίρνει άρα θέλει διόρθωση, το πετάς. Καμιά φορά και ο ρυθμός σου επηρεάζεται ή βρίσκεις τον σωστό ρυθμό μόνο όταν παίζεις μπροστά σε κόσμο. Είναι μια διαδικασία που είναι ευτυχώς ή δυστυχώς εντελώς συνδεδεμένη με τον κόσμο.
Τι απολαμβάνεις περισσότερο; Τη σύλληψη και τη δημιουργία του αστείου ή την παρουσίαση του στο κόσμο;
Ξέρεις τι, νομίζω το αγαπημένο μου διάστημα είναι κάπου στο ενδιάμεσο. Από όταν έχω τα κείμενα και κάνω τις δοκιμές μέχρι τις πρώτες παραστάσεις. Γιατί, ξέρεις, είναι και το διάστημα που ο κόσμος που έρχεται να σε δει ξέρει ότι είναι work in progress και έρχεται με μια πολύ θετική διάθεση και αγάπη να δει τι καινούριο ετοιμάζεις. Να σε δει ακόμα και να “πεθαίνεις” στη σκηνή. Είναι πολύ μικρές βραδιές με 50- 60 άτομα το πολύ. Έχεις μια εγγύτητα με τους θεατές. Είναι κοντά σου, είναι συμμέτοχοι σε αυτό που φτιάχνεις. Και περνάω πάντα πολύ ωραία. Πέρυσι, μάλιστα, το κάναμε και με άλλους δυο κωμικούς με τον Δημόπουλο και τον Χριστοφορίδη. Ήταν πολύ refreshing για μένα γιατί είχα πολλά χρόνια να βρεθώ στο ίδιο καμαρίνι για 5-6 παραστάσεις σερί κάθε βδομάδα με άλλους κωμικούς.
Δε είναι μόνο εκείνες οι παραστάσεις, όμως, που απολαμβάνω. Για παράδειγμα το Σάββατο ήρθε ο Δημόπουλος στη παράστασή και μου είπε “Σε είδα να το απολαμβάνεις στη σκηνή” και κατάλαβα ακριβώς τι εννοούσε. Και αυτό γιατί από ένα σημείο και μετά έχεις μια εξωστρέφεια στη σκηνή που ένας άλλος κωμικός μπορεί να το καταλάβει. Είναι αυτό που λες: “Πραγματικά, το διασκεδάζει τώρα ή την απολαμβάνει τη παράστασή του“. Στην αρχή έχεις πάντα μια δημιουργική μεν, αγωνία δε για να λειτουργήσουν όλα όπως πρέπει. Δεν αφήνεσαι στη στιγμή.
Τι είναι αυτό που δεν περίμενες αλλά τελικά σε συναρπάζει περισσότερο όταν είσαι πάνω στη σκηνή;
Είναι ένα ιδιαίτερο σημείο που δε ξέρω πως ακριβώς να σου το περιγράψω. Ως κωμικός, καμιά φορά, είναι σαν να είσαι μερικά δευτερόλεπτα μπροστά στο χρόνο, σε σχέση με τους θεατές. Αυτό γιατί, ξέρεις ότι στα επόμενα 4 δευτερόλεπτα θα γελάσουν. Είναι μαγικό αυτό όταν συμβαίνει. Όταν ένα κείμενο το έχεις παίξει τόσες φορές σκέφτεσαι: “Στα 3 επόμενα δευτερόλεπτα θα πω κάτι που θα γελάσετε”. Και ξέρεις είναι τέλειο να βλέπεις τον εαυτό σου ένα “τσικ” μπροστά χρονικά.
Με αφορμή τον Χριστοφορίδη και το Δημόπουλο που ανέφερες, ποιά ήταν για σένα η πιο ταιριαστή συνεργασία; Και ποιό είναι κατά τη γνώμη σου το χαρακτηριστικό που κάνει μια τέτοιου είδους συνεργασία πετυχημένη;
Κοίτα, από όλους τους κωμικούς που έχω δουλέψει μαζί όλα αυτά τα χρόνια, έχω πάρει από όλους κάτι. Έτσι, άλλωστε, θεωρώ πως πρέπει να είναι και οι συνεργασίες, δούναι και λαβείν. Αυτό ισχύει και για τις αρχές με τον Σίλα και στο Comedy Club και αργότερα σε κατά περίσταση συνεργασίες. Αν υπάρχει όμως μια συνεργασία που μπορώ να ξεχωρίσω, ήταν αυτή με τον Alistair Barrie. Θεωρώ ότι εμένα προσωπικά με πήγε πολύ παρακάτω ως κωμικό και είδα αρκετά πράγματα, που είτε αγνοούσα, είτε τα είχα στο μυαλό μου με ένα τρόπο που διευρύνθηκε μετά τη συνεργασία μας. Είναι ένας κωμικός που έχει τρομακτική εμπειρία σε διάφορες σκηνές στον κόσμο αλλά είναι ένας από τους βασικούς κωμικούς του Comedy store. Έχω δουλέψει μαζί του 4 φορές στην Ελλάδα και πραγματικά συζητώντας και βλέποντάς τον να παίζει πήρα πολλά.
Τώρα όσον αφορά το δεύτερο σκέλος, πρέπει να θέλουν και οι 2 ή 4 ή 5 κωμικοί το ίδιο να το ζήσουν, να το γουστάρουν όλο αυτό. Από εκεί και πέρα, είναι φυσικά η εκτίμηση προς τη δουλειά και τη κωμωδία του άλλου. Είναι η διάθεση να μοιραστείς μια παράσταση με την ίδια ευθύνη. Όταν παίζεις σε μια παράσταση με κάποια άλλα άτομα, υπάρχει ένα μέρος της παράστασης που σου αντιστοιχεί. Το επιθυμητό είναι να μη φύγει κάποιος από τη παράσταση και να πει: “Μου άρεσε ο τάδε ή δεν μου άρεσε ο τάδε” αλλά “Η παράσταση ήταν πάρα πολύ ωραία, ήταν όλοι φοβεροί αλλά με βάση το προσωπικό μου γούστο προτιμώ τον τάδε”. Αυτό σου δίνει μια αίσθηση ευθύνης που σε βοηθάει. Σε κρατάει σε εγρήγορση στη σκηνή. Σου δημιουργεί πολύ καλά αντανακλαστικά.
Όταν ξεκίνησες εσύ να ασχολείσαι επαγγελματικά με το stand up φανταζόσουν αυτή την έκρηξη που συμβαίνει τώρα με τους νέους stand up comedians;
Εγώ την περίμενα, αφενός γιατί είναι ένα είδος στο οποίο πιστεύω πάρα πολύ. Έβλεπα ότι υπήρχε ενδιαφέρον σε μια εποχή που δεν υπήρχαν social media, διαδίκτυο και γενικότερα ιδιαίτερη προβολή. Έβλεπα πως έφευγε ο κόσμος από τις παραστάσεις. Όχι μόνο τις δικές μου, τις δικές μας γενικά στο Comedy Club. Ήμουν βέβαιος ότι θα συμβεί.
Αναφορικά με τους νέους, προσπαθώ να παρακολουθώ όσο περισσότερο μπορώ. Η αλήθεια είναι ότι πιστεύω πως μπορώ να μάθω και να πάρω πράγματα από αυτούς. Βλέποντας συνολικά την ενέργεια, πως γράφουν, τι γράφουν σε βοηθάει να αποφύγεις το μεγαλύτερο λάθος. Από ένα σημείο και μετά περιχαρακώνεσαι στο τρόπο που δουλεύεις. Εγώ αυτό έχω προσπαθήσει να το αποφύγω συνειδητά εδώ και πολλά χρόνια. Υπάρχει αυτή η θεωρία πως μέχρι ένα σημείο κάνεις βήματα παρακάτω με τη γνώση μετά θα κάνεις με τον πειραματισμό. Για μένα, λοιπόν, το να βλέπω πιο νέους κωμικούς, με βοηθάει σε αυτόν το πειραματισμό. Μου είναι, φυσικά, μεγάλη χαρά να ξαναδώσω πίσω τη γνώση και ο,τιδηποτε άλλο μπορώ για να βοηθήσω.
Πώς αντιμετωπίζεις το θέμα της πολιτικής ορθότητας που είναι τόσο ευαίσθητο, ειδικά στο επάγγελμα του stand up comedian;
Θεωρώ ότι έχω μια ηθική ως άνθρωπος. Δεν έχω αισθανθεί κάποια μομφή κοινωνικά απέναντι σε κάτι που πιστεύω ή κάτι που λέω. Αγγίζω και ακραία θέματα αλλά δε θέλω να γίνεται ούτε χυδαία ούτε προκλητικά. Εμένα με ενδιαφέρει ο κόσμος να ενώνεται, όχι να διχάζεται στις παραστάσεις.Τα πάντα μέσα στη κωμωδία μπορούν να αποδομηθούν με στόχο όμως να βγει ένα αστείο με ή χωρίς κάποιο μήνυμα. Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμα και τη πολιτική ορθότητα μπορείς να την αποδομήσεις και να τη χρησιμοποιήσεις για τους στόχους της κωμωδίας. Αρκεί να υπάρχει ένας λόγος και φυσικά να μην είναι χυδαίο. Αυτό είναι το δικό μου προσωπικό όριο.
10INFO: Ο Γιώργος Χατζηπαύλου έρχεται στη Θεσσαλονίκη στις 22 Φεβρουαρίου 2020 και για μια μόνο παράσταση στο Κινηματοθέατρο Κολοσσαίον με την επιτυχημένη stand up comedy παράστασή του με τίτλο «Τάιμινγκ». Περισσότερες πληροφορίες εδώ.