Αν μία ταινία μπορεί να αποτυπώσει ιδανικά το αίσθημα του φετινού καλοκαιριού, αυτή είναι τα Μαγνητικά Πεδία. Μία ταινία που φτιάχτηκε με ελάχιστα χρήματα, αλλά τεράστια χαρά, μία ταινία αφορμή για περιπέτεια, ταξίδι και συντροφιά. Τα Μαγνητικά Πεδία ήταν η αφορμή για να συζητήσω με τον Γιώργο Γούση όλα όσα τον ενέπνευσαν για τη δημιουργία της ταινίας, πώς μετακινήθηκε από την μοναχικότητα του σκίτσου στην εξωστρέφεια του κινηματογράφου, τι σημαίνει για εκείνον σινεμά κι αν τελικά η Έλενα και ο Αντώνης βρήκαν το δρόμο τους.
Γιώργο, για όσ@ δεν σε γνωρίζουν πέρα από τα Μαγνητικά Πεδία, πώς θα προσδιόριζες τον εαυτό σου;
Η βάση αυτού του πράγματος που συνήθως κάνω, λέγεται αφήγηση ιστοριών. Ο σκοπός κάθε φορά σε οποιοδήποτε είδος τέχνης, είτε τα κόμικς που έκανα παλιά, είτε οι ταινίες τώρα, είναι ακριβώς ο ίδιος και δεν είναι άλλος από τη δημιουργία και την αφήγηση μίας ιστορίας. Φυσικά, αλλάζουν τα μέσα και τα εργαλεία, αλλά οι αποφάσεις παραμένουν οι ίδιες. Δεν θα έλεγε κανείς ότι είναι δουλειά, αλλά αυτή είναι η δουλειά μου, από αυτό βιοπορίζομαι.
Θα ήθελα να πάμε λίγο πιο πίσω στον χρόνο και να μου πεις πώς πήρες την απόφαση να κάνεις μια τέτοια ταινία σαν τα Μαγνητικά Πεδία; Τι σε ενέπνευσε;
Η αλήθεια είναι πως δεν θέλαμε να κάνουμε καμία τέτοια ταινία. Δεν είχαμε καμία πολύ συγκεκριμένη πρόθεση, ούτε κάποια έμπνευση που μας παρακίνησε. Η βασική μας ανάγκη ήταν απλά να κάνουμε μια ταινία. Θέλαμε να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτή την εμπειρία της κινηματογραφικής πράξης. Αυτό που λέγαμε είναι ότι «ΟΚ, θέλουμε να κάνουμε μια ταινία. Τι έχουμε στη διάθεσή μας;». Είχαμε μία παρέα ανθρώπων, λίγα χρήματα, ένα νησί, μία κάμερα – αυτή τη MiniDV κάμερα – και ουσιαστικά αναρωτιόμασταν τι μπορούμε να πάρουμε από το καθένα. Κάπως έτσι άρχισε να δομείται η αίσθηση της ιστορίας. Η αρχική μας ιδέα ήταν να είναι ένα road movie, μια ιστορία δρόμου δηλαδή.
Κάτι ακόμα που αποτέλεσε έμπνευση για μένα ήταν όταν η Έλενα (σ.σ. Τοπαλίδου) μου είπε πως όταν αποφάσισε να σταματήσει να χορεύει, το έκανε αφού είδε την αντανάκλαση της σε μια βιτρίνα και δεν αναγνώρισε τον εαυτό της. Έπειτα ξεκίνησαν διαφόρων ειδών εναύσματα που θα μπορούσαν να περιγράψουν πολύ αχνά, αλλά σε βάθος την ψυχοσύνθεση ενός χαρακτήρα και αρχίσαμε να φτιάχνουμε τη σύνοψη μίας ιστορίας. Και αφού αποφασίσαμε να γυρίσουμε αυτή την ταινία χωρίς να γράψουμε διαλόγους, τα πράγματα δομούνταν από αυτό που είχαμε μπροστά μας, από την ψυχολογία που είχαμε τότε, από το ίδιο το ταξίδι που κάναμε κι εμείς. Δεν πήγαμε να γυρίσουμε μια ταινία γνωρίζοντας ακριβώς τι θα γίνει. Πήγαμε να αναρωτηθούμε πάνω σε μία αίσθηση, σε ένα θέμα. Έτσι προέκυψαν τα Μαγνητικά Πεδία.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Από το σκίτσο και τη γραφιστική πώς μετακινείσαι προς το σινεμά; Αλλάζουν μόνο τα μέσα που χρησιμοποιείς ή είναι ένας εντελώς διαφορετικός τρόπος έκφρασης;
Δεν είναι άλλο, είναι ακριβώς το ίδιο. Οι αποφάσεις που έχεις να πάρεις και τα “προβλήματα” που έχεις να λύσεις είναι ακριβώς τα ίδια. Ποια ιστορία λες; τι είδους είναι; ποιος είναι ο χαρακτήρας σου; τι φοράει; τι λέει; θα έχει κοντινό ή μακρινό πλάνο; το φως θα έρχεται από δεξιά ή από αριστερά; ποια είναι η ατμόσφαιρα; Το μόνο που αλλάζει είναι η διαδικασία για να φτάσεις στο αποτέλεσμα και τα εργαλεία που έχεις στην διάθεσή σου για να το πετύχεις. Στην ταινία έχεις πάρα πολλά “προβλήματα”, ενώ στο σκίτσο, εφόσον μπορείς να ζωγραφίσεις οτιδήποτε περάσει από το μυαλό σου, έχεις τον πλήρη έλεγχο και το αποτυπώνεις.
Από την άλλη, αυτό σημαίνει ότι έχεις τον έλεγχο πάνω στα πάντα και όλα θα περάσουν μέσα από εσένα. Ενώ στην ταινία συνεργάζεσαι, έχεις εκπλήξεις – τα “προβλήματα” είναι ταυτόχρονα εκπλήξεις! Έρχονται οι συνεργάτες σου και σου δείχνουν τη δική τους οπτική. Είναι πιο περιπετειώδες, πιο δύσκολο. Στην πραγματικότητα, σε μένα άλλαξε η ψυχολογία μου. Από εσωστρεφής, κλειστός και μοναχικός έγινα εξωστρεφής, περιπετειώδης και επικοινωνιακός. Αυτή είναι η διαφορά.
Είχες την ανάγκη να σταματήσεις να είσαι εσωστρεφής ή προέκυψε όταν αποφάσισες να ακολουθήσεις αυτόν τον δρόμο;
Δεν θα έλεγα ότι πρόκειται για απόφαση της μιας στιγμής. Για να έγινε, σίγουρα θα είχα αυτή την ανάγκη. Ωστόσο, δεν θυμάμαι μια μέρα να ξυπνάω και να λέω τώρα θέλω να αλλάξω. Αρχικά νομίζω πως έχεις μία τάση προς τα πράγματα, να τα εξερευνάς, να τα δοκιμάζεις, να βλέπεις αν σου ταιριάζουν και μετά αποφασίζεις. Έκανα μία μικρού μήκους ταινία νωρίτερα, επομένως έκανα και κάποια βήματα προς τα εκεί, προς την εξωστρέφεια.
Από μια άποψη, τα Μαγνητικά Πεδία θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια ταινία-ωδή στον αυθορμητισμό και σε αυτό που λέμε «της στιγμής», μπροστά και πίσω από την κάμερα. Πιστεύεις ότι λείπει στις μέρες μας ο αυθορμητισμός; Ήταν στη σκέψη σου το «όσο αυθόρμητα τη βλέπω εγώ την ταινία, έτσι θέλω να τη δει και ο κόσμος»;
Η αλήθεια είναι ότι δεν πίστευα τίποτα για την ταινία. Δεν ήταν καθόλου στο μυαλό μας ότι θα περάσει κάτι τέτοιο. Δεν ξέραμε αν θα είναι μία μεγάλη ταινία, μια μικρή ταινία, μία μεσαίου μήκους ταινία, αν θα είναι μία ταινία. Οπότε δεν μας άγχωνε κάτι τέτοιο, δεν είχαμε κάποια πρόθεση και κάποιο στόχο για να μας προβληματίζει όλο αυτό. Η αίσθηση που είχαμε ήταν αυτή του παιχνιδιού. Ταυτόχρονα παίρναμε πολύ σοβαρά αυτό που κάναμε, αλλά είχαμε την αίσθηση ότι παίζαμε. Θέλαμε σίγουρα να είμαστε αυθόρμητοι και ανοιχτοί. Να αφουγκραζόμαστε πλήρως ό,τι συμβαίνει, να μας διασκεδάσει, να μας συγκινήσει.
Το μετά ήταν μια τελείως διαφορετική διαδικασία. Σιγά σιγά ανακαλύπταμε ότι έχουμε μία ταινία, ότι αυτή η ταινία μπορεί να έχει και λόγο ύπαρξης, και ίσως μπορεί να αρέσει και σε κάποιον. Έτσι το ένα έφερε το άλλο, αλλά αυτές οι διαδικασίες είναι εκτός των αρχικών προθέσεων. Χαίρομαι, όμως, που τελικά αυτή η ταινία δημιούργησε ένα κοινό αίσθημα στους ανθρώπους που τη βλέπουν και αυτό το έκανε η ταινία από μόνη της, όχι εμείς. Δεν ξέρω αν λείπει ο αυθορμητισμός, πάντως αυτό που σίγουρα μας έλειπε εμάς ήταν η γλύκα της περιπέτειας, του ταξιδιού, της συντροφιάς, που μπορεί να την στερηθήκαμε λόγω καραντίνας.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Έχεις αναφέρει στο παρελθόν ότι προτιμάς να έχεις μία πιο «ελεύθερη» προσέγγιση στον ρόλο του σκηνοθέτη. Αυτό πηγάζει και από τους ανθρώπους που επιλέγεις να συνεργάζεσαι κάθε φορά;
Ναι, 100%. Αυτό που πιστεύω εγώ πλέον ότι είναι μία από τις βασικότερες δουλειές του σκηνοθέτη είναι να “στήσει” την ομάδα. Η επιλογή των προσώπων και των προσωπικοτήτων που θα μπουν εκείνη τη στιγμή μέσα στο project είναι και αυτοί που θα το καθορίσουν, είτε το θες, είτε όχι. Γι’ αυτό και θεωρώ πως το σινεμά είναι ομαδικό άθλημα. Όσο έλεγχο και να θέλει να έχει κάποιος πάνω σε αυτό που συμβαίνει, είναι πολύ δύσκολο, γιατί είναι ένα κινούμενο εργοτάξιο, ένας ζωντανός οργανισμός πολλών ανθρώπων, οι οποίοι θα έρθουν σε στιγμές έντασης, άγχους, θα τρέχουνε, θα βαριούνται, θα είναι κουρασμένοι. Αν όλο αυτό δεν λειτουργεί αρμονικά κι αν οι προσωπικότητες δεν κολλάνε μεταξύ τους, τότε θα δημιουργηθούν πολλά προβλήματα στην πορεία.
Υπάρχουν φυσικά σίγουρα παραδείγματα σκηνοθετών που δουλεύουν εντελώς ανάποδα από αυτό που περιγράφω και το αποτέλεσμα τους δικαιώνει. Δεν υπάρχει κανόνας, whatever works. Ακόμα και όταν γυρίζαμε τον Χειροπαλαιστή, την πρώτη μου ταινία που πρωταγωνιστεί ο αδερφός μου, δεν σκεφτόμουν πώς πρέπει να είμαι για να είμαι σκηνοθέτης. Όπως συμπεριφέρεσαι στη ζωή σου, έτσι θα συμπεριφερθείς και σε αυτό το κομμάτι. Στη ζωή μου είμαι έτσι, όταν βρίσκομαι μέσα σε μία ομάδα ή σε μία παρέα, αυτό που κάνω είναι να παρατηρώ. Να προσπαθώ να αφουγκραστώ και να εκμαιεύσω πράγματα με διάφορους τρόπους. Μ’ αρέσει να με εκπλήσσει ο άλλος, να του αφήνω χώρο για να εκφραστεί και μετά να δούμε τι θα γίνει.
Στα γυρίσματα όλοι οι άνθρωποι είναι “γυμνοί” και επειδή υπάρχει άγχος και ένταση, εμφανίζεται γρήγορα η προσωπικότητά σου και κυριαρχεί της ιδιότητάς σου. Μπορεί να είσαι ο χειρότερος άνθρωπος, να συμπεριφέρεσαι άσχημα και να δημιουργείς προβλήματα, αυτό να σε κάνει αντιπαθή και παρόλα αυτά, να φέρεις καλό αποτέλεσμα. Και αναρωτιέμαι: Θες, όμως, να είσαι αυτός ο άνθρωπος; Κινείσαι για το αποτέλεσμα ή για το βίωμα; Ο καθένας επιλέγει ό,τι επιθυμεί. Είναι μία στάση ζωής, δεν είναι απλά επιλογή.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Τι είναι σινεμά για εσένα;
Το σινεμά είναι κάτι που σε ψυχαγωγεί. Πρέπει να είναι φτιαγμένο με αυτή την ιδέα από πίσω. Πρέπει να σε παρακινήσει, να σε ταξιδέψει σε έναν άλλο κόσμο, να παίξει λίγο με το μυαλό σου, με αυτά που ξέρεις ή με αυτά που δεν ξέρεις, να είναι με έναν τρόπο λίγο παράξενο, γοητευτικό και να έχει τον τρόπο του να σε κάνει να αισθάνεσαι. Να κλάψεις, να γελάσεις, να εκπλαγείς, να στοχαστείς, να βαρεθείς, να κουραστείς. Για μένα, οι καλές ταινίες, αυτές που μου αρέσουν, είναι σαν να γνωρίζω έναν καινούριο φίλο. Έναν άνθρωπο που αμέσως σε γοητεύει και που θες να μείνεις μαζί του, να βγεις μαζί του, να τον γνωρίσεις παραπάνω. Δεν είναι κάτι που δεν έχεις ξαναδεί ποτέ, αλλά μέσα από τα μάτια του, τη συντροφιά του, ξαναβλέπεις τον κόσμο από την αρχή. Αρχίζεις να παρατηρείς πράγματα που ίσως δεν είχες παρατηρήσει στο παρελθόν. Την ίδια αίσθηση έχω και για τις καλές ταινίες.
Μια καλή ταινία για μένα πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά που έχει και μία φιλία.
Τα Μαγνητικά Πεδία είναι μια ταινία στην οποία υπάρχει μια διαρκής διακύμανση συναισθημάτων χαράς, λύπης, γέλιου, πίκρας, νοσταλγίας. Αυτές οι εναλλαγές ήταν στις προθέσεις σου, μιας και δεν υπήρχε ένα by the book σενάριο;
Αυτό ναι, ήταν σίγουρα στις προθέσεις μας. Θέλαμε τα Μαγνητικά Πεδία να είναι μία ψυχαγωγική ταινία. Να πηγαίνει από τη χαρά στη λύπη, από το γέλιο στη συγκίνηση και να υπάρχει μία αίσθηση πως κανένα από αυτά δεν έχει μεγάλη βαρύτητα. Οι χαρακτήρες αφήνουν τα βάρη τους. Ναι μεν, θα τα αισθανθείς αυτά τα βάρη, αλλά ταυτόχρονα αυτή η ατμόσφαιρα θα “σπάσει” κιόλας. Όταν κάτι γίνεται πολύ μελοδραματικό, θα πρέπει να “σπάσει” με λίγο χιούμορ, κι όταν κάτι γίνεται πολύ κωμικό, θα πρέπει να επανέλθει στην πραγματικότητα, στη σκέψη, στη συγκίνηση.
Εμείς που κάναμε την ταινία θέλαμε να μην πάρουμε καθόλου στα σοβαρά, ούτε τους εαυτούς μας, ούτε τους χαρακτήρες. Γι’ αυτό και πολλά πράγματα που στην πραγματικότητα θα είχαν ένα συγκεκριμένο βάρος, όπως η σκηνή του αυτοκινήτου, στην ταινία αποκτά την ανάποδη λειτουργία. Αποτελεί μία στιγμή κάθαρσης, μία στιγμή ανακούφισης. Παραμένει ένα ανατρεπτικό συμβάν για την πλοκή, αλλά το αποτέλεσμα που αφήνει δεν έχει την αναμενόμενη αντίδραση. Δεν νιώθεις ότι έχει συμβεί κάτι τραγικό.
Ακόμα και η σκηνή στο πιάνο, που ίσως έχει τη μεγαλύτερη συναισθηματική φόρτιση, κλείνει με μία σκηνή ύπνου, που συνήθως στην αίθουσα δημιουργεί γέλιο. Εγώ, ας πούμε, γελάω με κάποιες σκηνές που ίσως σε άλλους δεν είναι τόσο αστείες. Για παράδειγμα, γελάω πολύ με την Έλενα όταν λέει την ατάκα με τον σκύλο: «τη θάψαμε παράνομα την καημένη». Μου φαίνεται τρομερά αστεία. Επίσης, με συγκινεί πολύ η σκηνή μετά την εκκλησία, που μπαίνουν πάλι μέσα στο αμάξι και του λέει με ένα παράπονο: «Κανείς δεν την θέλει τη θεία μας, Αντώνη».
Υπήρχαν στιγμές που σε εξέπλησσαν όσα έλεγαν χωρίς σενάριο η Έλενα και ο Αντώνης;
Σίγουρα εκείνη την ώρα, πολλά από αυτά που έλεγαν δεν τα περίμενα. Για παράδειγμα, στη σκηνή στο δέντρο που συναντιούνται ξανά, την είχαμε γυρίσει με τελείως διαφορετικό τρόπο την πρώτη μέρα και ήταν χάλια. Ψάχναμε τρόπο να την ξαναγυρίσουμε, και στο διάλειμμα μιας άλλης σκηνής εντοπίζουμε αυτό το μέρος και λέμε ας δοκιμάσουμε σε ένα σταθερό κάδρο. Οι υπόλοιποι στέκονται πολύ μακριά εκείνη τη στιγμή και ο μόνος που ακούει τι λένε είμαι εγώ. Από τη στιγμή που ξεκίνησε να τρέχει η σκηνή μέχρι και που έφυγαν από το κάδρο δεν το πίστευα ότι απλώς η σκηνή έχει βγει έτσι, με σταθερό πλάνο, με πολύ σωστό ρυθμό, χωρίς να έχω να πω κάτι πάνω σε αυτό. Λέω cut, με κοιτάνε κάπως περίεργα, και τους λέω «Το ‘χούμε». Με ρωτούν «πώς το ‘χούμε;», κι απαντάω «Απλώς το ‘χούμε. Αν ακούσετε τι λέτε, θα καταλάβετε.» Εκείνη την ώρα αισθάνεσαι ότι αυτό που κάνεις έχει νόημα, κάτι βγαίνει.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Μιας και συζητάμε γι’ αυτή τη σκηνή, θέλω να σταθούμε σε αυτό που λέει η Έλενα, το «Θέλω να πω μερικά τραγούδια και να μ’ ακούει κάποιος». Έχει την ανάγκη να ακουστεί κι αυτό φαίνεται και στον χαρακτήρα που έχει καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας, καθώς μιλάει περισσότερο, είναι πιο ανοιχτή. Ποια είναι η ανάγκη του Αντώνη;
Ο Αντώνης πιστεύω πως έχει την ανάγκη να τον δει κάποιος. Αυτή είναι η ανάγκη του. Η Έλενα είναι ορατή, είναι on stage στη ζωή της και της λείπει να την ακούει κάποιος χωρίς απαραίτητα να τη βλέπει. Έχει την ανάγκη να είναι αόρατη αρκετές φορές στην ταινία, φοράει μαύρα, είναι κάπως κρυμμένη. Αντίθετα, ο Αντώνης θέλει κάποιον να τον δει, να τον ξεχωρίσει και να τον πάρει λίγο μαζί του, να του δημιουργήσει αυτή την τάση για περιπέτεια, να τον βγάλει λίγο έξω από τη ζώνη ασφαλείας του. Γι’ αυτό και καθ’όλη τη διάρκεια της ταινίας δεν νιώθει την ανάγκη να της πει κάτι. Ακόμα και τα πολύ απλά πράγματα που έχει να της πει, της αρκούν. Δεν χρειάζεται να την γοητεύσει με πολλές ιστορίες από τη ζωή του, θέλει κάποιον να την ακούει και να της λέει πράγματα που δεν της λέει κανείς. Επίσης, ο Αντώνης δεν έχει καμία ανάγκη να είναι κάτι, και είναι απόλυτα συμφιλιωμένος με αυτό, το οποίο είναι σπάνιο στις μέρες μας. Όλοι μας θέλουμε να είμαστε κάτι, και αισθανόμαστε δυστυχισμένοι όταν δεν είμαστε.
Αρκετοί θεωρούν πως η ταινία είναι μια εναλλακτική προσέγγιση της τριλογίας Before του Richard Linklater, άλλοι, μέσα σε αυτούς κι εγώ, πως ίσως παραπέμπει στο In the Mood for Love του Wong Kar-Wai. Αν και στην τριλογία Before υπάρχει ξεκάθαρη ερωτική σχέση μεταξύ των πρωταγωνιστών, στο In the Mood for Love περισσότερο υποβόσκει η έλξη αυτή. Μεταξύ της Έλενας και του Αντώνη υπάρχει ερωτισμός;
Να σου πω την αλήθεια, για μένα δεν θυμίζει καμία από τις δύο αυτές ταινίες. Μου θυμίζει περισσότερο τη σχέση που υπάρχει στο Alice in the Cities του Wim Wenders ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες. Νομίζω τέτοια σχέση έχουν η Έλενα και ο Αντώνης. Είναι μια ερωτική σχέση που όμως δεν έχει καμία σεξουαλική έκφανση. Είναι πλατωνική; Είναι φιλική; Κάτι τέτοιο. Ακόμα και με τους φίλους σου είσαι ερωτευμένος, κατά ένα τρόπο. Σε αυτή τη στιγμή της ζωής τους δεν έχουν καθόλου αυτή την ανάγκη. Αν ήταν σε μια άλλη ηλικία, για παράδειγμα, γύρω στα 25, ίσως θα ήταν μία άλλη, διαφορετική ιστορία.
Φαίνεται πως η αγάπη του κόσμου για την ταινία δεν ήταν καθόλου δεδομένη στο μυαλό σου. Ποιο είναι το πιο ωραίο, το πιο συγκινητικό ή και το πιο ιδιαίτερο σχόλιο που έχεις ακούσει για την ταινία;
Η αλήθεια είναι πως έχω ακούσει πολλά, καθώς όσο περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν την ταινία, ψάχνουν διάφορα layers και συμβολισμούς. Από ιδιαίτερα ή ακραία σχόλια, κάποιος με ρώτησε το πώς σκεφτήκαμε να ονομάσουμε τον γιο της Έλενας, Πέτρο, από την πέτρα του αυτοκινήτου. Κάποιος άλλος παρατήρησε ότι η ταινία αρχίζει στο βενζινάδικο με μία αμερικάνικη σημαία και τελειώνει με μία ελληνική σημαία στο πλοίο. Άλλος με ρώτησε αν είπα στην Έλενα να κάνει επίτηδες μια νότα λάθος στο τραγούδι στο πιάνο. Προφανώς δεν είμαι ιδιοφυΐα, ώστε να της πω να κάνει μια λάθος νότα στο πιάνο – που θα ήταν όντως μία ιδιοφυής σκέψη.
Η ταινία έχει πολλούς συμβολισμούς, αλλά όσο την ψάχνεις ίσως βρίσκεις και κάτι άλλο. Εκεί ακριβώς καταλαβαίνεις πως η ταινία αρχίζει να δουλεύει. Αν η ταινία δεν δούλευε, δεν θα δούλευε ούτε ο τίτλος της. Από τα ωραία πράγματα της ταινίας ή αν θες τα πιο συγκινητικά, είναι όταν η ταινία τελειώνει και βγαίνουν άνθρωποι από την αίθουσα οι οποίοι θέλουν να σε πάρουν μία αγκαλιά. Αυτό αισθάνομαι εγώ, το οποίο είναι βαθιά συγκινητικό. Ψάχνουν λόγια να σου πουν, ενώ δεν έχουν ή δεν θέλουν, γιατί προτιμούν να το εκφράσουν αλλιώς, με την επαφή. Αισθάνονται κάτι που τους άγγιξε και με έναν τρόπο θέλουν να σε αγγίξουν και αυτοί. Αυτό που θα μου άρεσε πολύ είναι η ταινία να γίνει αφορμή και για άλλους να κάνουν μία τέτοια δοκιμή, να ζήσουν μία τέτοια περιπέτεια, να κάνουν μία τέτοια ταινία αντίστοιχης ελευθερίας και ρίσκου.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Αν το budget ήταν διαφορετικό, θα χρησιμοποιούσες άλλη κάμερα;
Το έχω σκεφτεί πολλές φορές αυτό. Δεν ξέρω. Θέλει κότσια να έχεις πολλά λεφτά και να κάνεις αυτή την επιλογή. Δεν ξέρω αν θα τα είχα, επομένως δε μπορώ να σου απαντήσω σε αυτό. Αν είχα λίγα παραπάνω ίσως όχι, αλλά αν είχα πολλά παραπάνω ίσως ναι. Αλλά δεν θα ήταν αυτή η ταινία. Η βασική επιλογή της ταινίας δεν είναι η φθηνή κάμερα. Είναι ότι πήγαμε χωρίς να έχουμε πλάνο. Το να γράψεις ένα σενάριο, το να μπορείς να το προγραμματίσεις όλο αυτό δεν έχει να κάνει με τα λεφτά. Ο πυρήνας της ταινίας είναι άλλες αποφάσεις, που δεν έχουν να κάνουν με το budget. Η αλήθεια είναι πως η εικαστικότητα αυτής της εικόνας ταίριαξε απόλυτα με αυτήν την ταινία. Και η αλήθεια είναι πως μας διευκόλυνε τόσο στο αισθητικό αποτέλεσμα, όσο και στο παραγωγικό της.
Πιστεύεις ότι η Έλενα και ο Αντώνης βρήκαν τον δρόμο τους;
Δεν νομίζω ότι με νοιάζει. Δεν σκεφτήκαμε ποτέ τι έγινε πριν και τι έγινε μετά. Είμαι σίγουρος ότι όσο ήταν μαζί σίγουρα αισθανόντουσαν πολύ πιο ξεκούραστοι απ’όσο όταν ήταν μόνοι τους. Ελπίζω -ή καλύτερα εύχομαι- αυτό το διάλειμμα, αυτό το σταμάτημα του χρόνου να ήταν η αρχή μιας αλλαγής ή να έπαιξε κάποιο ρόλο στις ζωές τους, ακόμα κι αν δεν άλλαξε απολύτως τίποτα. Ίσως άλλαξε η διάθεσή τους απέναντι στα πράγματα, ίσως να μην άλλαξε απολύτως τίποτα στις ζωές τους, ίσως απλώς πια να στέκονται διαφορετικοί σε όσα τους συμβαίνουν.
Έχεις στα πλάνα σου κάποια ταινία, ίσως κάποια άλλη ιδέα που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μας;
Ναι, έχω διάφορες ιδέες, αλλά θα δούμε, το προσπαθώ. Είναι και θέμα συγκυριών, όπως και τα Μαγνητικά Πεδία. Μ’ αρέσει, όμως, να έχω στην τσέπη μου κάποιες ιδέες κι ανά πάσα στιγμή να κάνω τις κινήσεις μου και να δω τι θα ευοδώσει ανάλογα και με το timing. Έχω ήδη μια δεύτερη ταινία που θα βγει σύντομα στις αίθουσες και είναι ο Χειροπαλαιστής, αλλά αυτή τη φορά σε μεγάλου μήκους εκδοχή. Τεχνικά, αυτή θα είναι η επόμενη ταινία και θα κυκλοφορήσει, καλώς εχόντων των πραγμάτων, από το φθινόπωρο.
Τα Μαγνητικά Πεδία συνεχίζουν την πορεία τους στις αίθουσες από το Cinobo.
4