Το έργο του Tenessee Williams, το A Streetcar Named Desire, γραμμένο το 1947, είναι από εκείνα τα θεατρικά σενάρια που έχουμε δει ξανά και ξανά να αναβιώνουν είτε στο σανίδι είτε στην οθόνη. Γνωστό και σε εμάς ως Λεωφορείον ο Πόθος, έχει χαράξει τη δική του ιστορία στο αμερικανικό θέατρο. Στην πιο πρόσφατη μεταφορά του, καταφέραμε να το δούμε στο West End του Λονδίνου, συγκεκριμένα στο Phoenix Theatre και θαυμάσαμε τους Paul Mescal, Patsy Ferran (God’s Own Country, Mothering Sunday) και Anjana Vasan (We Are Lady Parts, Cyrano) στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Σε ένα άκρως μινιμαλιστικό σκηνικό, το οποίο περιλαμβάνει απλά μία βαλίτσα, ένα τραπέζι, κάποια μπουκάλια και λίγα τσιγάρα, οι ηθοποιοί τοποθετούνται σε μία υπερυψωμένη κατασκευή που οριοθετεί το κέντρο προσοχής του κοινού. Δεν υπάρχουν άλλα σκηνικά, παρά μόνο ντραμς και ένα μικρόφωνο σε ένα μπαλκόνι στο βάθος της σκηνής.
Το Streetcar συνεχίζει να τρέχει για περισσότερα από 75 χρόνια, κι έτσι για κάποι@ είναι πολύ γνωστό, ενώ άλλ@ δεν έχουν ιδέα τι θα αντικρίσουν. Παραμένει, όμως, μία ιστορία βαθιά ριζωμένη στη δύναμη του διαλόγου της και των ερμηνειών.
Γι’ αυτό και η μοντέρνα αυτή εκδοχή της στο West End είναι απόλυτα εναρμονισμένη με την έλλειψη οποιουδήποτε βασικού prop. Γενικά, όσο λιγότερα πράγματα υπάρχουν στη σκηνή, τόσο περισσότερη προσοχή χρειάζεται να στρέψουμε στις ερμηνείες.
Κι εδώ επαληθευόμαστε
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο παραμένει ο Paul Mescal, για τον οποίον πρέπει να μιλήσουμε. Να σημειωθεί ότι η ημερομηνία κατά την οποία είδαμε το έργο ήταν πριν του απονεμηθεί το βραβείο Olivier για το ρόλο του Kowalski. Όταν, επομένως, έγινε γνωστή η νίκη του, δεν υπήρξε καμία απολύτως έκπληξη.
Ο Mescal διαπρέπει στο ρόλο αυτό. Αν και τον έχουμε συνηθίσει σε αυτούς τους πολύ απαλούς και συναισθηματικούς ρόλους, τόσο στο Normal People, όσο και στο Aftersun –ακόμα και στο The Lost Daughter θα πω εγώ- εδώ παίρνει αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά και τα χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει ένταση. Απαιτείται από αυτόν να παίξει το ματσό, το αρσενικό, τον τοξικό άνδρα, που αρχικά καταλαβαίνουμε γιατί η Stella παράτησε τα πάντα για να τον ακολουθήσει, αλλά βλέπουμε τον πραγματικό του εαυτό να ξετυλίγεται.
Φορά πρόχειρα ρούχα, αλλά ακόμη κι έτσι, αυτά αναδεικνύουν το σώμα του, τονίζουν τα χέρια του και εν τέλει φαίνεται ότι εκείνος ελέγχει τα πάντα
Φωνάζοντας καταφέρνει με κάποιες προτάσεις να σε τρομάξει, ενώ με άλλες να μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια σου σε κτήνος. Παράλληλα, υιοθετεί μία νοτιοαμερικανική προφορά για το ρόλο με αρκετή επιτυχία. Αυτός είναι και ο λόγος που είναι πλέον σίγουρο ότι θα μας απασχολήσει για πολλά χρόνια ακόμα. Δεκαετίες ολόκληρες.
Την έκπληξη όμως θα κάνει και η Ferran, η οποία κουβαλά αυτό το έργο μαζί με τον Paul Mescal-εκείνη όμως σε μεγαλύτερο βαθμό.
Στο ρόλο της Blanche, αδερφής της Stella, η Ferran ισορροπεί πετυχημένα μεταξύ χιούμορ, ξεγνοιασιάς, ψευδαισθήσεων και παράνοιας. Αντικρούει τον Stanley του Mescal, ο οποίος φαίνεται πως τη μισεί, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, καθώς οι δυο τους μάχονται για το πού βρίσκεται ο καθένας στην καρδιά της Stella, αλλά και τι είναι σωστό για αυτήν. Την ίδια στιγμή, η Blanche κρύβει μυστικά που όμως όταν έρχεται η ώρα να αποκαλυφθούν, αυτό γίνεται με τον πιο εξαιρετικό τρόπο. Υπό την καθοδήγηση της Rebecca Frecknall, η τριάδα των πρωταγωνιστών έχει όσο χώρο χρειάζεται να αφήσει το διάλογο να αναπνεύσει. Οι παύσεις είναι γροθιές στο στομάχι και τα βλέμματα παγώνουν την ατμόσφαιρα. Η Patsy Ferran είναι πραγματική αποκάλυψη καθ’ όλη τη διάρκεια των περίπου 150 λεπτών που διαρκεί η παράσταση.
Το A Streetcar Named Desire ήταν και θα συνεχίσει να είναι διαχρονικό. Πρόκειται για μία δυναμική που επαναλαμβάνεται στις διαπροσωπικές σχέσεις, όσο συχνά θα επαναλαμβάνεται και η ιστορία. Είναι ένας άγραφος νόμος. Η επιτυχία του θα βασίζεται πάντα στις διαφορετικές ερμηνείες που μπορούν να του αποδοθούν, αλλά το κυριότερο είναι η εσωτερική διαμάχη που σου δημιουργεί για το τι είναι πραγματικό και, πάνω απ’ όλα, τι είναι αυτό που εσύ θες να πιστεύεις ότι είναι. Αυτός είναι και ο λόγος που η κάθε δημιουργική ομάδα, βασισμένη στους ηθοποιούς της, έχει πάντα κάτι διαφορετικό να δώσει, κι εδώ οι 3 κύριοι πρωταγωνιστές το πετυχαίνουν απόλυτα. Έτσι, καταφέρνει να αντικατοπτρίσει το παρόν στο φόντο του παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα δείχνει μία εκδοχή του τι μπορεί να φέρει το μέλλον.
Αυτή είναι άλλωστε και η ατάκα που μένει από την τελευταία σκηνή: Life has got to go on. No matter what happens, you’ve got to keep on going.
Φωτογραφία κειμένου: 2022 Almeida Production/Marc Brenner
1