fbpx
ArtTheater

Η ζωή και η σάτιρα μέσα από τα μάτια του Διογένη Δασκάλου

Συναντηθήκαμε με τον Διογένη Δασκάλου στην αυλή του Λαογραφικού κι Εθνολογικού μουσείου Θεσσαλονίκης, για να μιλήσουμε με αφορμή τη νέα του παράσταση “Έθνος Δεύρο Έξω”. Η συζήτηση με έναν τόσο χειμαρρώδη και πολυδιάστατο στο λόγο άνθρωπο δε μπορεί ποτέ να αφορά μόνο το περιεχόμενο μιας παράστασης. Ούτε οι απαντήσεις του να περιορίζονται στη στεγνή απάντηση μερικών ερωτήσεων. Από τη σάτιρα στην τέχνη, τη ζωή, την προσωπικότητα του καλλιτέχνη και… τα σίριαλ. Μια κουβέντα με τον άνθρωπο που η προσωπική έκφραση και η ειλικρίνεια μέσα από τη δουλειά του είναι τρόπος ζωής, δε μπορεί να αποδοθεί σε ένα απλό κείμενο. Γι’ αυτό και η συμπύκνωση όσων είχαμε την τύχη να συζητήσουμε μαζί του που ακολουθεί, είναι μόνο ένα μικρό θραύσμα του τι εστί Διογένης Δασκάλου.

Τι περιμένουμε να δούμε στη σκηνή του Μύλου στις 25 & 27 Οκτωβρίου;

Αυτό που θα δούμε στο Μύλο είναι αρχικά κάτι που δεν ήθελα να κάνω αυτή τη χρονική περίοδο. Επειδή συνηθίζω να κάνω πολιτική σάτιρα σκεφτόμουν πως θα ήταν καλύτερο να μαζευτεί από το χρόνο ένα “ψυγείο” θεμάτων από τα βήματα της νέας διακυβέρνησης. Είναι και κάπως άτιμο από την πλευρά ενός ανθρώπου που θέλει να ασχολείται σοβαρά με αυτό που λέμε σατιρικό γέλιο να εφευρίσκει ευτελή αστεία και όχι ουσιαστικά θέματα. Όμως  οι εξελίξεις στην Ελλάδα προλαβαίνουν κάθε κίνηση και από την πιο συγκρατημένη σκέψη.  Θέματα όπως τα αρχαία του μετρό, η ψήφος των Ελλήνων του εξωτερικού. Αντιλαμβανόμαστε έτσι ότι το μόνο που μένει ίδιο είναι η εν ύπνω βάκιλος  του εμφυλίου που έχει ο Έλληνας. Ναι ή όχι, χορτοφάγος ή κρεατοφάγος, ΠΑΟΚ ή Ολυμπιακός; 

Όλο αυτό εντάσσει μέσα την αγωνία της Θεσσαλονίκης που προσπαθεί να βρει την ταυτότητά της εδώ και πάνω από έναν αιώνα, και αναρωτιέται κανείς «μήπως δεν έχει τελικά ταυτότητα;» ή «δεν της αρέσει η ταυτότητα που έχει;».

Επιστροφή σε ποια κανονικότητα; Μια κανονικότητα που δεν υπήρχε ποτέ με την έννοια που την εννοούμε στο σήμερα ή μια κανονικότητα εντελώς κεκαλυμμένη από μια αιθαλομίχλη που ο καθένας την αντιλαμβάνεται κατά το δοκούν; Στην παράσταση βέβαια αντιλαμβάνεστε πως διυλίζουμε όλα αυτά τα θέματα, και μουσικά και ως κείμενο, και τα δίνουμε με έναν πολύ πιο απλό και χιουμοριστικό τρόπο, για να μπορεί ο κόσμος να καταλάβει τη γελοιότητα που εμείς οι ίδιοι δημιουργούμε. 

Stand-up comedy, πολιτική σάτιρα και μουσική, είναι ένα επιτυχημένο τρίπτυχο;

Πρόκειται για μια υβριδική οπερέτα του σήμερα η οποία έχει να κάνει από τον Βαφτιστικό μέχρι το σημερινό «αυτιστικό» τρόπο σκέψης. Εκεί ακούγονται από μουσικές του Nino Rotta μέχρι και dance trap σε διασκευές που έχουμε κάνει για να χαρτογραφήσουμε την κοινωνία στο σημείο που βρίσκεται σήμερα. Αυτή τη φορά προσπαθώ να φτιάξω ένα ποίημα, να είναι κάτι παραπάνω από την αίσθηση της κωμωδίας. Είναι ένα σκληρό κοντράστ της ωμής αλήθειας με κρυφές επιθυμίες που βλέπουμε, για παράδειγμα, σε σίριαλ με ξαναζεσταμένες συνταγές. Γιατί αρνούμαστε να ακολουθήσουμε ένα πρότυπο τύπου Netflix που καλπάζει, γιατί οι επισκέψεις στο εξωτερικό γίνονται με την ίδια ευκολία που πήγαιναν οι μανάδες μας στο παζάρι, όλο αυτό το πράγμα έχει πάει σε μια άλλη διάσταση, κι εμείς αναμασούμε το παρελθόν μας.

Βαυκαλιζόμαστε με τις παλιές έννοιες της πατρίδας, του έθνους και της θρησκείας, χωρίς να βλέπουμε πώς όλα αυτά έχουν πάει ένα βήμα παραπέρα. Γι αυτό και ο τίτλος της παράστασης «Έθνος Δεύρο Έξω»  είναι λοξώς ειρωνικός  και φυσικά πάει να ηλεκτροδοτήσει μια κατάσταση. Μήπως και αυτό το πράγμα σταματήσει να μας εγείρει και έρθει κάτι νέο να μας φέρει μια νέα διέγερση.

Η ζωή και η σάτιρα μέσα από τα μάτια του Διογένη Δασκάλου
Διογένης Δασκάλου

Στην περιγραφή της παράστασης αναφέρετε χαρακτηριστικά «Γιατί εδώ και ¼ του αιώνα όταν δεν ξέρετε πού να πάτε έρχεστε σε μας που δεν ξέρουμε που πάμε!». Αυτή η φράση, σε μία δεύτερη ανάγνωση εκτός από χιούμορ, κρύβει μήπως και κάτι περισσότερο για την νοοτροπία του σύγχρονου Έλληνα;

Είναι αυτογνωσία. Σε όλες τις παραστάσεις εδώ και 25 χρόνια επανανακαλύπτω τον εαυτό μου. Και νομίζω ότι όλοι όσοι ασχολούνται με το συγκεκριμένο κομμάτι του θεάματος κάνουν ακριβώς το ίδιο, απλά ο καθένας εκφράζεται διαφορετικά. Δεν πάει κανείς να δει τον Γούντι Αλεν σαν να είναι ο Βασιλιάς Ληρ, πάει για να δει τις φόρμες του Γούντι Άλεν, όπως όταν πάει για να δει Monty Pythons και ξέρει ότι θα δει Monty Pythons. Και για να είμαι ειλικρινής η φράση αυτή εμπνέεται από μια παλαιότερη φράση των Monty Pythons που έλεγε «τέρμα πια τα ίδια και τα ίδια, μια από τα ίδια απ την αρχή». Πώς αυτό μπορεί να σαγηνεύσει τον κόσμο; Ο καθένας με το κοινό και το target group που αρέσκεται να ακολουθεί τον συγκεκριμένο. Πώς μπορείς όμως αυτό να το κρατάς για 20, 30, 40, 60 χρόνια είναι καλύτερο μάλλον να ρωτήσουμε τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Η απάντηση θεωρώ είναι μία, ότι η πραγματική μου ζωή σε πραγματικό χρόνο, είναι οι καταγεγραμμένες ώρες που είμαι στο πατάρι, ή οι ώρες που δημιουργώ την παράσταση. Είναι κάτι που υπάρχει ως αίσθηση από τον Charlie Parker που λέει ότι “νιώθω πως οι πραγματικές ώρες ζωής μου είναι εκείνες που παίζω σαξόφωνο στο πατάρι“. Η αίσθηση της εφηβικής καύσης του εγκεφάλου, που νομίζεις πως δε σε χωράει ο τόπος, που ό,τι κι αν κάνεις δε σε ξεδιψάει.

Κάνεις συνεχώς άλλα πράγματα, γνωρίζεις νέους ανθρώπους.

Γιατί τα γηρατειά σου χτυπάν την πόρτα όταν επιθυμείς το κρεβάτι σου περισσότερο απ’ το να περπατάς και να κινείσαι έξω.  Το θεωρώ έτσι και σαν μια θεραπεία αντιγήρανσης να είμαι σε μια συνεχόμενη σχιζοφρενική κατάσταση γιατί μόνο έτσι θεωρώ ότι μπορώ να κρατήσω όσο το δυνατόν περισσότερα κύτταρα ζωντανά.

Από το ραδιόφωνο στο stand-up comedy, η επαφή με τον κόσμο είναι κάτι που έχετε ανάγκη;

Τίμια θα σου απαντήσω ότι ο κάθε άνθρωπος δε θέλει να αμφισβητείται από το είδος του και μάλιστα το επόμενο στάδιο είναι να τον αποδεχθεί όλο το είδος του. Στόχος είναι αυτός ο μισός θεός που έχουμε μέσα μας να ολοκληρωθεί. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και οι πιο άδολοι άνθρωποι, ακόμα κι αν λένε «Α, αυτό το κάνω γιατί με ενδιαφέρει να μοιράζω χαρά στον κόσμο», εγώ πιστεύω ακράδαντα ότι τους ενδιαφέρει και μας ενδιαφέρει μόνο η αποδοχή του κόσμου και ο εαυτός μας. Και φυσικά όταν είναι για καλό σκοπό, είναι απόλυτα αποδεκτό.

Υπάρχει ρίσκο στην πολιτική σάτιρα; Μπορεί κάποιος να κινηθεί εκ του ασφαλούς σε αυτά τα μονοπάτια;

Το ρίσκο είναι ένα, να μη βγάλεις λεφτά ο ίδιος. Αν την κάνεις σωστά, είναι το ρίσκο που πληρώνω εγώ καθημερινά. Κανένα άλλο ρίσκο δεν υπάρχει. Αν είσαι στρατευμένος σατιρικός καλλιτέχνης, κράτα τα δύο σ και κάνε έναν καλλιτέχνη ΣΣ.

Όποιος δουλεύει στρατευμένα πολιτικά και ισχυρίζεται ότι κάνει σάτιρα είναι ο φέρων τον δόλο. Και ακόμα και αν δεν έχεις γνώσεις, επειδή η φύση μας έχει προικίσει με ένστικτο, είναι θέμα χρόνου η αυτοκαταστροφή του.

Κάνοντας σάτιρα είναι σαν να είσαι εκδιδόμενος. Πουλάς ένα απ’ τα πιο αγνά συναισθήματα, όπως είναι ο έρωτας, η διδασκαλία. Γι’ αυτό και πρέπει να έχεις το νου σου, γιατί ακόμα και το όνομα που σου δόθηκε δεν είναι τυχαίο. Δε μπορώ να λέγομαι Διογένης, να κάνω πολιτική σάτιρα και να μη σκέφτομαι ένα Διογένη στο πιθάρι. Αν δεν ευθυγραμμιστείς με αυτό και απλά κάνεις υπομονή γιατί έτσι πρέπει να ‘σαι, καλύτερα να το παρατήσεις. Πρέπει να σου δίνει απόλυτη χαρά και εξαιρετική υπερηφάνεια και να μην αισθάνεσαι αμήχανος για ό,τι σου προσάψουν, γιατί πάει να πει ότι δεν είσαι ολοκληρωμένος σε αυτό που κάνεις.

Τι είναι αυτό που δίνει ώθηση στη δημιουργικότητα ενός πολυπράγμονα καλλιτέχνη;

Το πρώτο το είπαμε, είναι ο εγωισμός, αλλά αυτό το ανακαλύπτεις στην πορεία, μεγαλώνοντας. Ο αρχικός βατήρας για να ασχοληθείς με κάτι, είναι όμως πάλι ο εγωισμός. Σαν ένα παιδάκι που δεν παίζει καλά ποδόσφαιρο, όμως φέρνοντας την μπάλα λέει κάτι αστείο και πετυχαίνει την αποδοχή με έναν άλλο τρόπο. Η ουσία της σάτιρας είναι η υποκρισία, το παράδοξο και το στρεβλό.  Ο κατακτητής βρίσκει κάτι για να νιώθει καλύτερα ο ίδιος και να πείθει το λαό που τον ακολουθεί πως θα γίνει πιο πλούσιος, θα υπάρξει μεγαλύτερη ευμάρεια για τους δικούς του και  θα δημιουργήσει ένα νέο καλύτερο καθεστώς.

Η σάτιρα οφείλει να το πολεμά, να συγκρίνει τα πραγματικά γεγονότα και στοιχεία και να αυξάνει την κρίση του ακροατή, για να αποκτά εκείνος ένα δικό του τρόπο εκτίμησης των πραγμάτων και των γεγονότων. Είναι πολύ απλό.

Και όπως ακριβώς τα παιδιά που βάζουν τα κλάματα και φεύγουν όταν δε τους αρέσει κάτι, έτσι πρέπει να φεύγεις και από μια δουλειά που δεν είναι για σένα. Δε χρειάζεται να κάνεις υπομονή. Και γιατί να κάνεις; Υπάρχει κάποιο άλλο περιβάλλον που θα σε κάνει να νιώθεις καλύτερα. Γιατί είσαι γεννημένος για να κάνεις υπομονή; Αυτό με έκανε πάντα έξαλλο. Υπομονή κάνεις όταν χάνεις κάποιον αγαπημένο σου άνθρωπο, αλλά παράλληλα προσπαθείς και πας παραπέρα, δε βυθίζεσαι.

Έρχεστε στη σκηνή ως LaLaΜαχος με τους Monie&Monie Coniente ως άλλους «Αχανείς». Ποια είναι η σημασία αυτής της σύνδεσης με τον Αριστοφάνη;

Μεγαλώνοντας στις Σέρρες το να ήσουν ανήσυχος ήταν πρόβλημα, δεν είναι όπως τώρα που ένας Σερραίος κι ένας απ’ το Τόκιο μπορούν να βρεθούν την ίδια βδομάδα στη Νέα Υόρκη. Απ’τα 13 και μετά, που εγώ ήδη δεν ήθελα να συνεχίσω με το σχολείο και ήθελα να πάω κατευθείαν στο ωδείο, στο μυαλό μου είχα ότι υπάρχει ένας κόσμος τον οποίο μου τον κρατάνε κλεισμένο με κάτι, και πρέπει να βρω εγώ από πού θα ξεφύγω. Και κάνοντας αυτό το ταξίδι ανακάλυψα ότι αυτός ο κόσμος βρίσκεται μέσα μου. Τότε ήταν που ανακάλυψα πρώτη φορά το βιβλίο «Τα Ρεμπέτικα» του Πετρόπουλου και το «Ζαρατούστρα» που δε μου το έπαιρναν με τίποτα γιατί μου έλεγαν πως ήταν σατανιστικό. 

Αυτά τα βιβλία πριν καν τα διαβάσεις τα έχεις βάλει στην έσω βιβλιοθήκη, οπότε όταν τα διαβάζεις δεν ξεχνιούνται. Έτσι, μεγαλώνοντας πρώτη φορά άκουσα τους Αχαρνείς, του Φρανκ Ζάππα και άλλους. Ήταν σαν να σε πυροβολούν με ένα αυτόματο με σφαίρες ευχαρίστησης. Αυτές οι έννοιες και τα συναισθήματα έγιναν οι παραστάσεις που κάνω σήμερα.

Η ζωή και η σάτιρα μέσα από τα μάτια του Διογένη Δασκάλου
Διογένης Δασκάλου

Κλείνοντας, μια τελευταία ερώτηση, πιο γενική. Είναι η Θεσσαλονίκη αρκετά δραστήρια καλλιτεχνικά;

Όχι. Μιμείται. Δε δημιουργεί. Για ποιο πράγμα είναι περήφανη η Θεσσαλονίκη; Για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. Πώς θα βγαίνουν Παπάζογλου και Τρύπες όταν τα φεστιβάλ εισάγουν παραγωγές αντί να δημιουργούν; Λυπάμαι πραγματικά τα παιδιά που θέλουν να δημιουργήσουν Coniennte  και δεν έχουν τρόπο να επικοινωνήσουν. Γιατί να απαγορεύονται οι αφίσες; Σε όλο τον κόσμο οι αφίσες είναι έργα τέχνης. Αυτό μας ενοχλεί; Θέλουμε το μπλε φως απ’ την οθόνη μόνο;  Παράγει μια τζαζ που έχει πεθάνει εδώ και 50 χρόνια στη Νέα Υόρκη. Πάντα ήμασταν Βρετανόβλαχοι. Μας άρεσε πάντα η ξένη κουλτούρα. Το Gypsy Swing μας κάνει, τα δικά μας βιολιά και κλαρίνα τα ξερνάμε, μέχρι να τα ανακαλύψει η Αμερική και να μας τα ξαναπουλήσει όπως πουλάμε εμείς το καστανόμελο στην Ιταλία και μας το στέλνουν πίσω με άλλη τιμή. Μας αρκεί το φαίνεσθαι. Υπάρχει θέμα στο τι κάνω, πώς το κάνω και γιατί το κάνω.


Φωτογραφίες: Γεωργία Λαδοπούλου
0

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *