Μπορεί να αργήσαμε λίγο αλλά εφόσον υποσχεθήκαμε τριλογία δεν μπορούμε να μην σταθούμε συνεπείς στον λόγο μας. Η “Δεσποινίς Τζούλια” σε σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Κωχ μπορεί να συνεχίζει τις παραστάσεις στο Θέατρο Τ, ο Δημήτρης Δάγκαλης και η Κίκα Ζαχαριάδου, όμως, έκαναν ένα μικρό διάλειμμα για να συζητήσουμε για τα θέματα που ανοίγει το έργο.
Στο επίκεντρο της συζήτησης αυτή τη φορά βρέθηκε η ανάγκη των ηρώων να “ανεβοκατεβούν” αυτήν την περίεργη σκάλα που δημιουργούν οι κοινωνικές τάξεις, η εξουσία, οι ιεραρχίες και οι ρόλοι που μας δίνει η κοινωνία.
Πρώτος τη σκυτάλη πήρε ο Δημήτρης Δάγκαλης, εξηγώντας τη θέση του δικού του ρόλου, του υπηρέτη Ζαν.
“Ο Ζαν έρχεται από χαμηλή κοινωνική τάξη, έχοντας μεγαλώσει με το τίποτα, είναι υπηρέτης ανθρώπων που δεν εκτιμά. Υπηρέτης το 1888, όταν και γραφόταν το έργο, σήμαινε «ιδιοκτησία», «απόκτημα», σχεδόν σαν ένα έπιπλο του σπιτιού. Επομένως έχει ζήσει όλη τη συμπεριφορά των αριστοκρατών, την καθημερινή κατάχρηση της εξουσίας τους, και κακοποίηση της δικής του ελευθερίας. Ζει με το «αυτοί εδώ είναι οι αριστοκράτες; Κι εγώ ζω με το τίποτα;». Ακόμη και σήμερα, που – στα λόγια μόνο – δεν υπάρχουν κοινωνικές τάξεις (γέλιο), οι περισσότεροι άνθρωποι κοιτάνε «ψηλά», κοιτάνε «πιο πάνω», θέλουν ν’ ανέβουν. Όσο για το status quo της εποχής, ο ίδιος ο Στρίντμπεργκ έλεγε, πως «αυτό που θα΄ρθει από χαμηλά, να ανατρέψει την αριστοκρατία, ίσως αποδειχθεί ακόμα πιο χυδαίο, πιο λυσσασμένο, πιο κακό…» “
Η Κίκα Ζαχαριάδου θεωρεί πως η Τζούλια έχει την ανάγκη να ξεφύγει από τους βιολογικούς και κοινωνικούς δεσμούς που της έχουν τεθεί αλλά δεν γνωρίζει πως.
“Συνήθως οι άνθρωποι έχουν την τάση να θέλουν κάτι που δεν έχουν ή να κυνηγάνε να γίνουν κάτι που δεν είναι, όταν δεν είναι ικανοποιημένοι από τον εαυτό τους ή από τις επιλογές τους. Η Τζούλια δεν επέλεξε αυτό που είναι. Η ίδια κάποια στιγμή λέει: «Ποιος φταίει για όλα αυτά; Εγώ; Πώς μπορώ να φταίω εγώ; Δεν έχω τίποτα που να είναι δικό μου. Ούτε μία σκέψη που να μην ανήκει στον πατέρα μου, ούτε ένα συναίσθημα που να μην το πήρα από τη μητέρα μου…» Πολύ αληθινό. Έχει ανάγκη να ξεφύγει από τους βιολογικούς και κοινωνικούς δεσμούς, απλώς δεν ξέρει τον τρόπο. Είναι σαν να προσπαθείς να τρέξεις πιο γρήγορα από τον εαυτό σου, απλά δεν μπορείς, δεν γίνεται. Το ιδανικό είναι να τον πιάσεις από το χέρι, να ανεβείτε σε μια σανίδα σερφ και…enjoy the waves. “
Ρωτώ τον Δημήτρη Δάγκαλη αν η ανάγκη του Ζαν να ανεβαίνει συνεχώς είναι μια ψευδαίσθηση και αυτός είναι σίγουρος για το αντίθετο.
“Δεν είναι ψευδαίσθηση. Είναι η ζωή του. Μέσα σε όλο το έργο, μπορείς να είσαι ο Ζαν απλά και μόνο βλέποντας πώς εξελίσσεται, ανατρέπεται, γίνεται ή δε γίνεται πιο απλά το σχέδιό του. Φυσικά υπάρχουν τόσα ακόμα πράγματα που λειτουργούν μέσα του, αλλά ο δρόμος για την άνοδο είναι ο κεντρικός του άξονας. Η Τζούλια όντας 25 ετών όπως την δημιούργησε ο Στρίντμπεργκ, μοιάζει με αιώνια έφηβη, έχει ανάγκη να κάνει επανάσταση, να σπάσει δεσμούς, αλλά έρχεται αντιμέτωπη με το ίδιο της το DNA. Δε θα ήταν η «Δεσποινίς Τζούλια» το έργο που είναι, τόσο αυθεντικό και τόσο δυνατό αν είχε βασιστεί πάνω σε ψευδαισθήσεις. Και οι τρεις χαρακτήρες πιστεύουν πολύ σε όσα θέλουν, και κάνουν το παν για να τα πετύχουν. “
Ίσως ένας από τους πιο ρυθμιστικούς παράγοντες σε αυτό το σπουδαίο έργο του Στρίντμπεργκ να είναι και το μίσος που τρέφει η Τζούλια για το ανδρικό γένος. Η Κίκα θεωρεί ότι η ηρωίδα της αναγκάστηκε να διαλέξει αυτού του είδους το “στρατόπεδο”.
“Το πρώτο ανδρικό πρότυπο που γνωρίζει συνήθως ένα κορίτσι είναι αυτό του πατέρα. Και η πρώτη εικόνα για το πώς αντιλαμβάνεται κανείς τον έρωτα προκύπτει από τη σχέση των γονιών του. Σε αυτά λοιπόν οι γονείς της Τζούλια δεν τα πήγαν και τόσο καλά. Μεγαλωμένη σε ένα περιβάλλον χωρίς αγάπη, κατανόηση και σεβασμό αναγκάστηκε, για να προστατευτεί, να διαλέξει στρατόπεδο.
Χρησιμοποιώ τη λέξη στρατόπεδο γιατί πρόκειται για πόλεμο. Έναν πόλεμο που στην αρχή έχουμε μία γυναίκα (τη μητέρα της) να αντιστέκεται σε οτιδήποτε θέλησε να της φορέσει η εποχή μειώνοντας φανερά τον άντρα-πατέρα και στη συνέχεια βλέπουμε τον θύτη να παίρνει τη θέση του θύματος και το αντίστροφο, με πολύ σκληρή τροπή για την γυναίκα-μητέρα. Η ανάγκη του «να ρίξω σε κάποιον την ευθύνη», στο μυαλό της Τζούλια πήρε την μορφή του μίσους προς το ανδρικό φύλο. Οποιοδήποτε συναίσθημα είναι ερμηνεύσιμο καθώς βρίσκεται μέσα μας. Το ερώτημα είναι πόσο βαθιά είναι πρόθυμος ο εκάστοτε ηθοποιός να σκάψει μέσα του ώστε να το βγάλει στην επιφάνεια με ειλικρίνεια. “
Όσο για αυτό που επιθυμεί πραγματικά η Τζούλια – και μάλλον δεν μπορεί να έχει – είναι απλό.
Αυτό που επιθυμεί η Δεσποινίς Τζούλια είναι αυτό που επιθυμούν και οι περισσότεροι άνθρωποι, αποδοχή και αγάπη. Συναισθήματα που, αν δεν τα εισπράξεις, είναι πολύ δύσκολο να καταφέρεις να τα προσφέρεις με τη σειρά σου. Η αδυναμία της να προστατευτεί και η άγνοια κινδύνου την οδηγούν σε ένα σκληρό παιχνίδι συναισθημάτων χωρίς κανένα όπλο στα χέρια της.
Πάντα θεωρούσα ότι η Τζούλια δεν γοητεύεται στην πραγματικότητα από τον Ζαν αλλά είναι περισσότερο η επιδειξιομανία της και η υπεροψία της που την οδηγούν στο παιχνίδι με το απαγορευμένο. Ρωτάω τον Δημήτρη αν έχει την ίδια άποψη και η δικιά του ματιά εστιάζει στη Τζούλια ως αφεντικό.
Η Τζούλια τη νύχτα που εξελίσσεται το έργο, είναι το αφεντικό. Παίζει με τα παιχνίδια της. Αν κάτι τη γοητεύει στο Ζαν είναι ο «τρόπος» που έχει, όντας υπηρέτης φέρεται σαν αριστοκράτης, και δεν της κρύβει ότι θεωρεί τον εαυτό του αριστοκράτη, και σίγουρα το γεγονός πως δεν «πάει με τα νερά της». Ξαφνικά ένα απ’ τα παιχνίδια της «βγάζει γλώσσα» και την κοιτάει στα ίσια. Για ποια γυναίκα δε θα ήταν γοητευτική αυτή η ποιότητα σ’ έναν άντρα;
Λίγο πριν κλείσουμε, ρωτώ και τους δύο πρωταγωνιστές πώς θεωρούν ότι σκιαγραφεί ο Στρίντμπεργκ τον γυναικείο ψυχισμό μέσα στο έργο. Το γεγονός ότι ο θεατής δεν μπορεί να πάρει θέση καθώς και η ανάγκη των ηθοποιών να μην αφήσουν τίποτα να πέσει κάτω είναι στο επίκεντρο των απαντήσεών τους.
Κίκα Ζαχαριάδου:
Ο Στρίντμπεργκ είναι η Δεσποινίς Τζούλια, είναι ο Ζαν, είναι η Κριστίν. Μελετώντας για αυτή την παράσταση ανακάλυψα ότι ο Στρίντμπεργκ βρίσκεται μέσα σε κάθε ρόλο που έχει φτιάξει. Πολλές φορές διαβάζοντας έργα του, αισθανόμουν ότι πρόκειται για την ίδια ιστορία ειπωμένη μέσα από το πρίσμα διαφορετικού προσώπου κάθε φορά. Κάτι πολύ εντυπωσιακό που έχω ακούσει από διάφορους θεατές, είναι ότι δεν μπορείς εύκολα να πάρεις θέση. Δυσκολεύεσαι να αντιπαθήσεις ή να συμπαθήσεις απόλυτα κάποιον χαρακτήρα από το συγκεκριμένο έργο του Στρίντμπεργκ. Και οι τρεις έχουν δίκιο και οι τρεις έχουν άδικο και οι τρεις είναι νικητές και οι τρεις είναι χαμένοι, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο. Επομένως ένας αναγνώστης-θεατής μπορεί να συναντήσει προσωπικά του στοιχεία και βιώματα και στους τρεις αυτούς ρόλους.
Δημήτρης Δάγκαλης:
Ο Στρίντμπεργκ όσο έγραφε τη «Δεσποινίδα Τζούλια» αλληλογραφούσε με τον Φρόιντ. Πέρα απ’ αυτό, μελετώντας τη ζωή του συγγραφέα, καταλαβαίνεις πως ο άνθρωπος αυτός ήξερε πολύ καλά τι έκανε όταν δημιουργούσε αυτούς τους τρεις χαρακτήρες. Ασφαλώς έχει γράψει κι άλλα εξαιρετικά έργα, αλλά η «Δεσποινίς Τζούλια» είναι ένα απ’ τα καλύτερα. Γράφει «ανθρώπους». Σου δίνει τροφή για να γεννηθούν συμπεριφορές πάνω στη σκηνή, όχι απλά να γίνει ανταλλαγή πληροφοριών ή απόψεων.
Πράγματα ανακαλύπτουμε ακόμα, κάθε βράδυ που παίζουμε την παράσταση. Κι έτσι θα είναι. Θυμάμαι ακόμα τον σκηνοθέτη μας (Αλέξανδρο Κωχ) να μας προτρέπει να ξεκινάμε συγκεντρωμένοι και ανοιχτοί απ’ την πρώτη στιγμή του έργου, γιατί αν αφήσεις ένα κομμάτι να «πέσει κάτω» μετά πολύ πιο δύσκολα επανέρχεσαι στη ροή. Κάθε βήμα του χαρακτήρα σου σε οδηγεί στο επόμενο, αν είσαι εκεί 100%. Άρα μάλλον ο Στρίντμπεργκ έδωσε ένα εξαιρετικό δείγμα δημιουργίας χαρακτήρων, άρα και ψυχικών κόσμων με το έργο αυτό.
Η παράσταση Δεσποινίς Τζούλια θα παρουσιάζεται στο Θέατρο Τ μέχρι και τις 19 Ιανουαρίου
0