Με το τέταρτο κατά σειρά σκηνοθετικό του εγχείρημα, τη νέα ταινία Civil War (Εμφύλιος Πόλεμος), ο Alex Garland μάς εισάγει για λίγο στο μυαλό του, όπου οι σκέψεις για το μέλλον των ΗΠΑ μοιάζουν αρκετά συγκεχυμένες. Η πρεμιέρα της ταινίας αυτή την εβδομάδα βρήκε το κοινό τόσο διχασμένο, όσο και την Αμερική ενός δυστοπικού μεν, κοντινού δε μέλλοντος που παρουσιάζεται στην ιστορία του Garland.
Στο Civil War, πιάνουμε το νήμα της ιστορίας λίγο πριν το τέλος
Ένας εμφύλιος πόλεμος έχει διχάσει τις ΗΠΑ, χωρίς να γνωρίζουμε το πώς και το γιατί. Οι μόνες πληροφορίες που αντλούμε αποσπασματικά κατά τη διάρκεια της ταινίας είναι πως οι Δυτικές Δυνάμεις κινούνται εναντίον της Ουάσινγκτον και του Προέδρου της Αμερικής, ο οποίος, διανύοντας την τρίτη συνεχόμενη θητεία του, παρουσιάζεται ως μία απολυταρχική φιγούρα. Η ταινία ακολουθεί την έμπειρη και βραβευμένη φωτορεπόρτερ Lee Smith (Kirsten Dunst) η οποία μαζί με τον συνάδελφό της κι επίσης πολεμικό ανταποκριτή Joel (Wagner Moura) αποφασίζουν να ταξιδέψουν από τη Νέα Υόρκη ως τον Λευκό Οίκο για να μιλήσουν και να φωτογραφίσουν τον Πρόεδρο της Αμερικής για μία τελευταία φορά. Μαζί τους στο ταξίδι αυτό καταλήγουν να έχουν τον βετεράνο ρεπόρτερ Sammy (Stephen McKinley Henderson), καθώς και τη νεαρή και φιλόδοξη Jessie (Cailee Spaeny), που θέλει να ακολουθήσει τα βήματα της Lee.
Ο Garland ρίχνει φως σε μία αθέατη πτυχή ενός πολέμου, αυτή των φωτορεπόρτερ
Αυτό είναι ίσως και το δυνατότερο του χαρτί σε αυτή την ταινία. Το αμέσως επόμενο είναι η ικανότητά του να δημιουργήσει μία από τις αρτιότερες πολεμικές σκηνές που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στο σινεμά. Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα, κάθε κλικ της κάμερας είναι εξίσου τρομακτικό με κάθε ριπή όπλου, κάτι που φαίνεται να δοκιμάζει τις αντοχές των ηρώων καθ’όλη τη διάρκεια. Η Lee λίγο πριν ξεκινήσουν το ταξίδι τους, κλείνει τα μάτια και το μόνο που μπορεί να δει είναι σκηνές μάχης. Ο Joel πνίγει συχνά το σοκ και το στρες που του προκαλούν αυτές οι εικόνες στο αλκοόλ. Η Jessie προσπαθεί να ακολουθήσει μία αντίστροφη διαδρομή, ωστόσο δεν είναι λίγες οι φορές που αποδεικνύεται περίτρανα η ματαιότητα αυτής της προσπάθειας.
Ο Garland έρχεται για να ρίξει φως σε μία τέτοια συνθήκη, αλλά και στον ιδιαίτερο ρόλο των φωτορεπόρτερ και των ανταποκριτών μέσα σε αυτή. Απομακρύνεται από τα γιατί του πολέμου, και εστιάζει στο γιατί είναι σημαντικό αυτοί οι άνθρωποι να καταγράψουν την ιστορία προσπαθώντας να αντικαταστήσουν την αναπόφευκτη υποκειμενικότητα του φακού, με την επιθυμητή αντικειμενικότητα της απόστασης. Κι εμείς με τη σειρά μας, όμως, είναι λογικό να αναρωτηθούμε τι αξία έχει η ηθική και η αντικειμενικότητα του φωτορεπορτάζ μέσα σε έναν πόλεμο, τη στιγμή που κάθε ψήγμα ηθικής καταπατάται με τον αγριότερο τρόπο από ανθρώπους που τολμούν να παραδεχθούν ευθαρσώς πως έχουν ξεχάσει γιατί ή για ποιον πολεμούν και σκοτώνουν.
Μέσα από την απουσία περισσότερων λεπτομερειών για την πολεμική σύρραξη που ταλανίζει τις ΗΠΑ, η ταινία δεν αναμετράται απλά με μία φανταστική πολεμική πραγματικότητα, αλλά με την λιγότερο πλασματική βιαιότητα που διακρίνει σήμερα την Αμερική και τον υπόλοιπο τον κόσμο
Η αναπαράσταση αυτής της άκριτης πολιτικής πόλωσης δίχως προηγούμενο βρίσκει ένα αντίκρυσμα, ειδικά σε ένα ελληνικό κοινό που έχει έστω και μερική επίγνωση της ιστορίας του. Το να μεγαλώνεις στην Ελλάδα τον τελευταίο περίπου μισό αιώνα σημαίνει ότι στην καλύτερη των περιπτώσεων, μέσα από το περιβάλλον σου (οικογενειακό, σχολικό, ακαδημαϊκό κ.λπ.) άντλησες αποσπασματικές και συχνά αντικρουόμενες πληροφορίες για τον ελληνικό εμφύλιο. Στη χειρότερη, δε γνωρίζεις τίποτα γι’αυτόν.
Έτσι και σε δύο αντίστοιχες σκηνές στο Civil War, η Lee και η Jessie παραδέχονται με πικρία η μία στην άλλη πως οι οικογένειες τους ζουν στο Colorado και στο Missouri αντίστοιχα και κάνουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα από όλα αυτά. Αν θέλουμε να εντοπίσουμε τη θέση του Garland ίσως να πρέπει να κοιτάξουμε προσεκτικά αυτές τις μικρές στιγμές που βρίσκονται σκόρπιες μέσα στην ταινία κι εν τέλει αποδεικνύουν πως σκοπός του Civil War δεν είναι να επιδοκιμάσει την αμεροληψία, αλλά να επιβεβαιώσει το πόσο άτοπη και ανέφικτη είναι αυτή εν καιρώ πολέμου.