Δεν είναι λίγες οι ταινίες ενηλικίωσης που ελκύουν το ενδιαφέρον μας. Ειδικά όταν πρωταγωνιστούν γυναίκες με υπαρξιακές ανησυχίες καθημερινότητας. Όταν τέτοιου είδους ιστορίες προέρχονται από το ελληνικό σινεμά και ειδικά το μυαλό και τη σκέψη μιας γυναικείας σκηνοθετικής ματιάς, εστιάζουμε λίγο περισσότερο. Το Revisiting Greek Cinema θυμάται το Attenberg της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, που ναι μεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία, αλλά ανήκει και σε μια άλλη, δική του.
Με έναν εκκεντρικό, σαγηνευτικό συνδυασμό αποστασιοποίησης και ενσυναίσθησης —η κάμερα άλλοτε κρύβεται σαν κατάσκοπος, άλλοτε ακολουθεί σαν ντροπαλός, αφοσιωμένος φίλος — η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη παρατηρεί τις περίεργες δραστηριότητες της Μαρίνας (Ariane Labed), μιας 23χρονης κοπέλας σε κρίση ταυτότητας που είναι τόσο ιδιότυπη όσο και παράξενα οικεία.
Η Μαρίνα ζει σε μια ζοφερή, γραφική βιομηχανική πόλη στην Ελλάδα και η ταινία εξερευνά τις σχέσεις που απασχολούν τον περισσότερο χρόνο της
Ο πατέρας της, ο Σπύρος (Βαγγέλης Μουρίκης), αρχιτέκτονας, βαριά άρρωστος από μια αδιευκρίνιστη ασθένεια συνομιλεί συχνά με την Μαρίνα. Ο συνομιλίες τους αποκαλύπτουν μια εξαιρετικά ζοφερή ευαισθησία, πτυχές της οποίας έχει μεταδώσει στην κόρη του. Είναι κουρασμένος από τον κόσμο, άθεος διανοούμενος, φαίνεται να έχει εγκαταλείψει όχι μόνο το δικό του μέλλον, αλλά και την ανθρωπότητα συνολικά. «Μερικές φορές νομίζω ότι χτίζουμε ερείπια», λέει για το επάγγελμά του και το περιβάλλον επιβεβαιώνει την απαισιοδοξία του.
Η Μαρίνα δεν έχει ιδιαίτερη πίστη στο δικό της είδος. Μια θαυμαστής των ντοκιμαντέρ για τη φύση του David Attenborough – ο τίτλος της ταινίας είναι μια μπερδεμένη αναφορά στο όνομά του – προσπαθεί πολλές φορές ανεπιτυχώς να μιμηθεί τη συμπεριφορά των πουλιών και των πιθήκων. Οι προσπάθειές της να κυριαρχήσει στην ανθρώπινη συμπεριφορά είναι λίγο πιο άβολες, ξεκινώντας από το εκπληκτικό εναρκτήριο πλάνο της ταινίας, στο οποίο η Μαρίνα προσπαθεί να μάθει να φιλάει από τη φίλη της Μπέλα (Ευαγγελία Ράντου).
Η Μαρίνα το βρίσκει αηδιαστικό και το λέει. Αργότερα συμπεραίνει ότι της λείπει η σεξουαλική επιθυμία, αν και η αποφασιστικότητά της να πειραματιστεί – και η επιθυμία του Σπύρου να περνά περισσότερο χρόνο με άλλους ανθρώπους – την οδηγεί σε μια άβολη, αλλά τελικά τρυφερή σχέση με έναν μηχανικό (Γιώργος Λάνθιμος) που έχει έρθει στην πόλη για μια απροσδιόριστη εργασία.
Η Μαρίνα, όσο τη γνωρίζουμε, καταλαβαίνουμε πως δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τη φύση των δεσμών που τη συνδέουν με την Μπέλα, τον Σπύρο και τον μηχανικό
Εμείς, όσο βλέπουμε την ταινία, μπορεί να χρειαστούμε τον ίδιο χρόνο για να καταλάβουμε ότι το Attenberg είναι μια ιστορία αγάπης τριών επιπέδων – της θλίψης, της φιλίας και της ερωτικής έλξης.
Τα συναισθήματα είναι ήσυχα, και οι συνδέσεις μεταξύ των χαρακτήρων αισθάνονται δοκιμαστικές και εύθραυστες. Αν και δεν κάνει καμία αναφορά στην τρέχουσα οικονομική και πολιτική κρίση στην Ελλάδα, το Attenberg είναι γεμάτο με μια αίσθηση αδιαθεσίας και στασιμότητας, αντικατοπτρίζοντας καλά τη σύγχρονη εθνική διάθεση του 2010. Απεικονίζει μια πραγματικότητα στην οποία οι θρησκευτικές και κοσμικές δομές νοήματος έχουν καταρρεύσει, στην οποία τα κίνητρα είναι ελλιπή, αλλά στην οποία η ζωή πρέπει να συνεχιστεί. Με τον ίδιο τρόπο δηλαδή, που και η Μαρίνα βλέπει τη δική της εύθραυστη πραγματικότητα.
1