Συντάκτης : Γρυλλάκης Νίκος
Η Φόνισσα είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα της νεοελληνικής πεζογραφίας και το αντικείμενο ενδιαφέροντος της τελευταίας παραγωγής της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης. Ένα θεατρικό brand name της πόλης μας που δεν απογοητεύει με τη ματιά του στα θεατρικά πράγματα και απασχολεί πάντα με κάθε νέα του δουλειά. Με μόνιμη στέγη το Θέατρο Τ τα τελευταία χρόνια, η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης δεν επαναπαύεται στην παλιότερή της αίγλη αλλά ψάχνει διαρκώς νέα μονοπάτια και αναζητά μονίμως νέες διεξόδους καλλιτεχνικής έκφρασης.
Η “Φόνισσα” του Πάνου Δεληνικόπουλου βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στις όμορφες εικόνες που ούτως ή άλλως δημιουργεί ο μεγάλος Σκιαθίτης συγγραφέας και τις αναπλάθει σε ένα αφηγηματικό θέατρο που, παρότι στην καθαρεύουσα, κρατάει το ενδιαφέρον του θεατή και δεν γίνεται ανιαρό.
Η Φόνισσα του Δεληνικόπουλου αποκτά διαφορετική αφηγηματική φωνή, η οποία πραγματώνεται σκηνικά μέσα από πέντε γυναίκες ηθοποιούς. Μια εξ αυτών των φωνών, η Αρετή Πολυμενίδη, μίλησε στο TFC Magazine για το ανέβασμα αυτού του πολύ σπουδαίου έργου και για την ψυχοσύνθεση αυτής της αλλόκοτης ηρωίδας.
– Διαβάζουμε στο σκηνοθετικό σημείωμα του Πάνου Δεληνικόπουλου ότι «Η Χαδούλα, η κοινώς λεγομένη Φραγκογιαννού, η Φόνισσα, αν την ακούσει κανείς προσεκτικά δεν ηχεί σαν μία φωνή αλλά μάλλον σαν χορός». Πόσο δύσκολο ήταν να κουρδιστείτε όλες οι ηθοποιοί στο όραμα του σκηνοθέτη και πόση προσπάθεια χρειάστηκε για να λειτουργήσει αυτός ο χορός;
‘Εχοντας έναν τέτοιο λόγο, ωσάν τον λόγο του Παπαδιαμάντη, ως κορυφαίο αυτού του χορού, εκκινείς με πολύτιμο εφόδιο ήδη από την πρώτη κιόλας προσέγγιση. Το ίδιο το κείμενο -η κάθε λέξη του- έχει τέτοια μουσικότητα και ρυθμό, που δύσκολα επιτρέπει περιθώρια αποσυντονισμού. Με αυτό το εργαλείο σαν βασικό ενορχηστρωτή στη συλλογική μας αφήγηση και χάρη στην ανοιχτή ματιά του Πάνου, θεωρώ ότι από τις αρχικές μας πρόβες ο χορός αυτός είχε αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά, προτού καν να το συνειδητοποιήσουμε.
– Αντιλαμβάνεστε τη Φόνισσα ως το σύμβολο του απόλυτου κακού ή ως το θύμα της κοινωνίας; Μπορεί κανείς να την ερμηνεύσει απόλυτα;
Δεν πιστεύω ότι χωρούν απολυτότητες σε καμία θεώρηση. Παρόλα αυτά, η Φραγκογιαννού κατ’ εμέ συμβολίζει μια όψη δικαιοσύνης, η οποία κινείται από την αυτοδικία και το έγκλημα, στο σωτήρια επαναστατικό διάβημα. Σαν να λέμε ότι βρίσκεται κάπου στο διάμεσο αυτών.
– Πόσο εξηγήσιμα θεωρείτε εν γένει τα συναισθήματα ενός ανθρώπου; Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι ζυγίζουν πάντοτε σωστά τα πράγματα πριν λάβουν μια απόφαση ή είναι πιο δυνατό το ένστικτο, η παρόρμηση;
Μιλάτε με έναν άνθρωπο κυρίως παρορμητικό, παρόλο που έχω -νομίζω- αρκετά καλή σχέση και με τον ορθολογισμό. Ωστόσο, ο γνώμονας του σωστού και του λάθους θα είναι πάντοτε ένα ζήτημα που θα μας καταδιώκει. Εκ των υστέρων δύναται κανείς να «εξηγήσει» συναισθήματα, όμως τα κριτήρια δεν θα παύσουν να είναι υποκειμενικά.
– Ποια θεωρείτε ότι είναι αυτά τα χαρακτηριστικά του Παπαδιαμάντη που γοητεύουν τους καλλιτέχνες και τους οδηγούν στο ανέβασμα των έργων του;
Οι ατμόσφαιρες και οι εικόνες που οπτικοποιούνται από όλες αυτές τις περιγραφές, ιδίως της φύσης, καθώς και τα επίθετα, οι λέξεις με τα τόσα σύμφωνα που τα γεύεσαι και τα ακούς, συμβάλλουν απαράμιλλα σε έναν κόσμο αισθήσεων, ο οποίος συνδιαλέγεται με έννοιες -λόγου χάρη- ηθικής, ηθογραφίας και ανθρωπολογίας. Ο συνδυασμός αυτός τουλάχιστον σε ελκύει για να δοκιμάσεις ένα τέτοιο εγχείρημα.
– Υπάρχουν ανάμεσά μας γυναίκες οι οποίες, τηρουμένων των αναλογιών, ζουν ακόμη σαν «σκλάβες», γεννημένες να «υπηρετούν τους άλλους», «δούλες των τέκνων τους» όπως λέει ο Παπαδιαμάντης στο κείμενο; Έχουν αλλάξει οι εποχές;
Δυστυχώς δεν έχουν αλλάξει άρδην τα πράγματα. ‘Ίσως έχουν εξομαλυνθεί κατά περιστάσεις, στον λεγόμενο δυτικό πολιτισμό μας. Πάραυτα, ανδροκρατούμενες εξακολουθούν να είναι οι κοινωνίες μας. Ακόμα θυμάμαι όταν το φθινόπωρο που επισκεφτήκαμε μία φίλη μας στην Αντιόχεια, στην Τουρκία, παρευρεθήκαμε σε μια σχολική γιορτή. Οι δασκάλες δεν είχαν το δικαίωμα να σταθούν στην πρώτη σειρά, εν αντιθέσει με τους δασκάλους, για να βγουν μια αναμνηστική φωτογραφία. Μέχρι βέβαια εκείνη τη μέρα… Μιλάμε για ένα παρελθόν με παγιωμένες, βαθιά ριζωμένες, συνειδήσεις και θέλει αγώνα, ώστε το «δεύτερο φύλο» να χαίρει εκτίμησης στο μέλλον ως ισότιμο ανθρώπινο ον.
– Πιστεύετε ότι το κείμενο του Παπαδιαμάντη επιδιώκει να μιλήσει και για τις έννοιες της ηθικής και της δικαιοσύνης; Είναι τελικά αντικειμενικές, η ηθική και η δικαιοσύνη ή μπορεί ο καθένας να τις αντιλαμβάνεται διαφορετικά;
Προφανώς και διαπραγματεύεται τις έννοιες αυτές, όπως ανέφερα. Άλλωστε, από οικογενειακή υπόθεση αρχικά, το θέμα της νουβέλας του Παπαδιαμάντη μετατρέπεται σε ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης, περνά σε επίπεδα αρχαίας τραγωδίας. Το κάθε σύστημα αξιών, νόμων και θεσμών, που εγκαθιδρύει η κάθε κοινωνία, θέλει να εδράζεται σε αντικειμενικούς όρους, μα ας θυμηθεί ο καθένας από εμάς το πόσο αδικημένος αισθάνθηκε -ουκ ολίγες φορές- στην καθημερινότητά του.
– Είναι το κείμενο της Φόνισσας και μια κριτική απέναντι στη θρησκεία; Ο Παπαδιαμάντης βάζει την ηρωίδα του να σκοτώνει παιδιά και η ηρωίδα θεωρεί ότι επιτελεί θείο έργο.
Γι’ αυτό μιλάμε για ένα πολυεπίπεδο έργο, με θεματικές που άπτονται πολλαπλών βάσεων. Για το λόγο αυτό και οι απαντήσεις δε μπορούν να είναι μονόπλευρες. ‘Όντως, η φόνισσα των μικρών κορασίδων δηλώνει κάποια στιγμή: “Ο θεός με έστειλε”, σαν να παραδέχεται ότι επιτελεί θεόσταλτη επιταγή. Ο Παπαδιαμάντης πάραυτα ασκεί κριτική στην αντίληψή μας για την πίστη, για την θρησκεία. Γι’ αυτό και η προσέγγιση της παράστασης μας εντοπίστηκε μέσα από το πρίσμα της Φραγκογιαννούς, από την εντύπωση που έχει η ίδια για τα πράγματα, από το ιμπρεσιονιστικό της βλέμμα.
– Συμβαίνει συχνά να δρουν οι άνθρωποι σαν να είναι θεοί; Προσπαθούμε ποτέ να αποφασίσουμε εμείς για πράγματα που συμβαίνουν ερήμην μας και λίγο μας αφορούν στην πραγματικότητα;
«Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν», σύμφωνα με την ορθοδοξία, έχει πλαστεί ο άνθρωπος, κι αντίστοιχα σαν θεός συμπεριφέρεται. Είμαστε θεοί -μικροί ή μεγάλοι ανά περιστάσεις-, οι οποίοι προσπαθούμε να πράττουμε με ενάργεια, αλλά συχνά φυτρώνουμε και εκεί που δε μας σπέρνουν.
– Ποια φράση του κειμένου μίλησε στη δική σας ψυχή και τι είναι αυτό που δεν θα λησμονήσετε από το συγκεκριμένο ανέβασμα;
“Η γραία Χαδούλα εύρε τον θάνατον [… ] εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης.” Με αυτήν τη φράση τελειώνει το κείμενο, με αυτήν και η παράσταση. Κάθε φορά που το ακούω με προβληματίζει αυτό το «μεταξύ». Και ναι, δε θα ξεχάσω ένα ανάλογο «μεταξύ» της δουλειάς μας, ένα διαρκές «ανάμεσο» που κυμαίνεται από τη θέση του αφηγητή στο δραματικό πρόσωπο και τούμπαλιν.
– Τι έχει να πει η συγκεκριμένη παραγωγή της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης στον σημερινό θεατή; Τι είναι αυτό που κάνει τον Παπαδιαμάντη και την δική σας παράσταση να ακουμπούν στο σήμερα;
Το να αφηγείσαι με τον λόγο και το σώμα παράλληλα και εν χορώ μια ιστορία, να σιωπείς και ταυτόχρονα να αφηγείσαι με το βλέμμα είναι ένα εγχείρημα σύγχρονο των καιρών μας. ‘Όταν μάλιστα μια κοινότητα ηθοποιών απευθύνεται σε μια κοινότητα θεατών, συνομιλεί με αυτούς και σπάει τα αμιγώς σκηνικά όρια, τότε ίσως μπορούμε να μιλάμε και για ένα πολιτικό βίωμα.
0