Αύγουστος. Ο μήνας της θερινής ραστώνης και του θερινού σινεμά. Ευτυχώς που μαζί με όλη τη νοσταλγία που νιώθουμε πλέον πηγαίνοντας σε μια ανοιχτή αυλή για να δούμε μια ταινία, έχουμε και αυτή την προσμονή να δούμε κάτι καινούριο, κάτι κλασικό ή κάτι που ίσως δεν έχουμε ξαναδεί. Είναι αυτό το μοναδικό που έχουν τα θερινά σινεμά, που αμέσως μετά από μία νέα ταινία, έχεις ίσως την ευκαιρία να δεις κι ένα κλασικό φιλμ. Ταινίες του προηγούμενου αιώνα, που έχουν καθορίσει πολλ@ auteur του σύγχρονου σινεμά, ταινίες βγαλμένες από μία άλλη εποχή. Ταινίες που θέλουμε να βλέπουμε ξανά και στις οποίες θα επιστρέφουμε κάθε καλοκαίρι. Αυτές είναι οι αγαπημένες μας κλασικές ευρωπαϊκές ταινίες που ανυπομονούμε να δούμε ξανά σε κάποιο θερινό σινεμά.
Purple Noon (1960) του René Clément
Το Purple Noon είναι μια αυτοψία ενός σχεδόν τέλειου εγκλήματος και μια συναρπαστική ματιά στον άνθρωπο που το διαπράττει. Ο τότε εικοσάχρονος Alain Delon, υποδύεται τον Tom Ripley και με την πρώτη ματιά, μοιάζει ένας απίθανος εγκληματίας. Φαινομενικά ανασφαλής, ξοδεύει το χρόνο του τριγυρνώντας στην Ιταλία, ακολουθώντας τον playboy Phillippe Greenleaf (Maurice Ronet) και την όμορφη αρραβωνιαστικιά του, Marge (Marie Laforet). Ο πατέρας του Phillippe ανέθεσε στον Tom να φέρει τον παράξενο γιο πίσω στο σπίτι στο Σαν Φρανσίσκο. Η αμοιβή για τη δουλειά είναι αρκετά υψηλή αλλά, μόλις ο Tom εμπλέκεται στη ζωή του Phillippe, ο σαγηνευτικός ελεύθερος χρόνος του τον παρασύρει μακριά από τον αρχικό του στόχο – ή έτσι φαίνεται.
La Dolce Vita (1960) του Federico Fellini
Μεγάλη, επεισοδιακή και απαραίτητη η ταινία του Federico Fellini για τις δοξασίες και τις προσόψεις της ζωής: φήμη, διάνοια, σεξ, φιλία, απόγνωση, αθωότητα. Ο Marcello Mastroianni είναι τέλειος ως ο ρηχός ρεπόρτερ των ταμπλόιντ που ακολουθεί με χαρά στη Ρώμη μια ξανθιά σταρ του σινεμά από τη Σουηδία (Anita Ekberg), καθώς εκείνη περιφέρεται στα μπαρ και τα μπιστρό της πόλης. Έχει επίσης σχέση με μια γυναίκα (Anouk Aimee), ενώ η φίλη του (Yvonne Furnaux) φαίνεται να τρελαίνεται. Βλέπουμε πως η ζωή του Marcello είναι πολύ άδεια γιατί τα πράγματα από τα οποία περιτριγυρίζεται δεν έχουν νόημα. Βλέπουμε ότι η φήμη και η περιουσία και οι παγίδες της επιτυχίας δεν έχουν νόημα και η ματαιότητα στη ζωή του είναι μονόδρομος.
Τα θέματα του Fellini είναι κοινά σε πολλές από τις ταινίες του, αλλά αυτό που κάνει το La Dolce Vita τόσο αξέχαστο είναι ο κυνικός τόνος, η μουσική του Nina Rota και οι καταπληκτικές οπτικές εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη.
La Piscine (1969) του Jacques Deray
Ο Alain Delon έχει μια τιμητική θέση σε αυτή τη λίστα και όχι άδικα. Το La Piscine είναι μια ταινία για την ιστορία δύο πολύ όμορφων ανθρώπων που περνούν από διάφορα στάδια. Ή έτσι φαίνεται. Ο Jean- Paul (Delon) και η αγαπημένη του Marianne (Romy Schneider) κάνουν διακοπές στην έπαυλη ενός φίλου στο Saint-Tropez. Ήλιος, έρωτας, ξεκούραση και πολύ κολύμπι. Όταν ο Harry (Maurice Ronet) τηλεφωνεί στη Marianne για να πει ότι είναι στην περιοχή, εκείνη προσκαλεί αυτόν και την κόρη του, Penelope (Jane Birkin), να μείνουν μαζί της. Είναι προφανές ότι ο Harry επιθυμεί ακόμα τη Marianne, οπότε υπάρχει αυτόματη ένταση. Τότε ο Jean- Paul σαγηνεύει την Penelope και η ήδη υπάρχουσα ένταση σύντομα οδηγεί σε κάτι χειρότερο.
Claire’s Knee (1970) του Eric Rohmer
Το στυλ του Eric Rohmer δεν σταματά ποτέ να εκπλήσσει. Οι χαρακτήρες και τα σενάρια του φαίνονται πάντα ρεαλιστικά, αλλά όχι καταπιεστικά. Επιπλέον, ενώ στα χαρτιά οι ταινίες του μπορεί να ακούγονται θεατρικές χάρη στη σκηνοθεσία του, καταφέρνουν να είναι μοναδικά κινηματογραφικές. Αυτή η ταινία δεν αποτελεί εξαίρεση. Έχει τεράστιο όγκο διαλόγων, ίσως ακόμη περισσότερο από άλλες ταινίες του Rohmer, αλλά ποτέ δεν θα αισθανθείς σαν να λέγονται λόγια που περισσεύουν.
Η υπόθεση αυτής της ταινίας περιστρέφεται γύρω από τον Jerome (Jean-Claude Brialy), έναν παραθεριστή που πρόκειται να παντρευτεί σύντομα. Συναντά έναν παλιό φίλο, που τυχαίνει να κάνει διακοπές με την οικογένεια του γείτονά του, και αρχίζει να περνά πολύ χρόνο με αυτή την οικογένεια. Σε λίγο, η 16χρονη κόρη του γείτονα, Laura (Béatrice Romand), ερωτεύεται τον Jerome, προς έκπληξη του. Μετά από αρκετό φλερτ, η Laura συνειδητοποιεί ότι τίποτα δεν θα προκύψει από τη σχέση τους και προχωρά. Παρά την έλλειψη προσκόλλησης στη Laura, ο Jerome δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει τη νέα της αδιαφορία, και γρήγορα στρέφει την προσοχή του στην αδερφή της, την Claire,
Love & Anarchy (1973) της Lina Wertmüller
Αντί να διεκδικήσει την ταινία με τον μακρύτερο τίτλο, το Film of Love and Anarchy (ή At Ten o’clock This Morning in Via dei Fiori in the Infamous House of Prostitution) είναι περισσότερο γνωστή με τον μικρότερο τίτλο της Love and Anarchy. Αυτό το θρίλερ της Lina Wertmüller είναι σχετικά δύσκολο με την πρώτη προβολή αφού, σαν αρκετά κλασικά ευρωπαϊκά φιλμ του παρελθόντος, δεν υπάρχει σασπένς. Όμως, κάθε φορά που το βλέπεις, παρατηρείς πάντα και κάτι διαφορετικό που σίγουρα σε συναρπάζει τόσο όσο και το θέμα της.
Το Love and Anarchy είναι περισσότερο μια εξπρεσιονιστική όπερα, παρά ένα ρεαλιστικό θρίλερ. Σαν ένα σύμπλεγμα του Cabaret και του Little Tramp. Το κύριο θέμα της δεν είναι ξεκάθαρο και αυτό σε συναρπάζει. Οι Αμερικανοί θεατές, έχοντας τότε αμυδρά επίγνωση της μεγάλης ύφεσης και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν υποστεί μια πλήρη πολιτισμική αποσύνδεση σχετικά με τη συνεχιζόμενη κληρονομιά του φασισμού στην Ιταλία και τη Γερμανία. Αυτό σημαίνει ότι τα αντιφασιστικά πολιτικά μηνύματα είναι ενσωματωμένα σχεδόν σε όλο τον μεταπολεμικό ιταλικό κινηματογράφο. Ωστόσο, το Love and Anarchy της Wertmüller έχει το ευρύτερο θέμα του αντι-εξτρεμισμού, στρέφοντας τους πυροβολισμούς εναντίον εκείνων που κάνουν μεγάλες θυσίες εξαιτίας του διεστραμμένου ιδεαλισμού και της έλλειψης ιστορικής προοπτικής.
La Grande Bellezza (2013) του Paolo Sorrentino
Αν και μια κλασική ταινία θα λέγαμε ότι πρέπει να ανήκει στον 20ο αιώνα και όχι στον 21ο, το La Grande Bellezza για την πλειοψηφία των σινεφίλ ανά τον κόσμο είναι πλέον κλασικό. Αυτή η συναρπαστική, περίπλοκη ταινία ακολουθεί τους προβληματισμούς του πρώην μυθιστοριογράφου, Jem Gambardella (Toni Servillo), καθώς αναλογίζεται την προηγούμενη και τωρινή του ζωή, μια ζωή, όπως φαίνεται, με χαμένες ευκαιρίες, τόσο προσωπικές όσο και επαγγελματικές. Ως μέλος της πλούσιας ελίτ της ιταλικής σοσιαλιτέ, συμμετέχει στις άδειες ασχολίες τους, σε πάρτι που τροφοδοτούνται με ποτό και ναρκωτικά, παράξενα καλλιτεχνικά γεγονότα και περιστασιακές σεξουαλικές συναντήσεις με όμορφες, αλλά άψυχες γυναίκες.
Ο Gambardella είναι και συμμετέχων και παρατηρητής, παρακολουθώντας τον εαυτό του όσο και τους συνεργάτες του, σαν να είναι μυστηριώδη ζώα παγιδευμένα στο «επιχρυσωμένο» κλουβί, τη Ρώμη, με όλη την εκπληκτική ομορφιά της αρχιτεκτονικής, των σιντριβανιών, των γλυπτών και των πινάκων της. Ακραία στα σημεία, δωρική σε αρκετές στιγμές αλλά δεν χάνει ποτέ το ενδιαφέρον της.
4