Περνάω από τις γειτονιές σου.
Σε ψάχνω ασυναίσθητα ανάμεσα στα πρόσωπα των περαστικών.
Βιαστικοί οι περισσότεροι, ίσα ίσα που προλαβαίνω να τους κοιτάξω, να τους αποκλείσω μιας και δεν είσαι εσύ και να συνεχίσω το ίδιο με τους επόμενους.
Μερικές φορές τα καταφέρνω και σε διακρίνω μέσα στο πλήθος.
Η καρδιά μου χτυπάει σαν τουμπερλέκι στα χέρια έμπειρου οργανοπαίκτη, μα δε σε πλησιάζω.
Σε αφήνω να κατέβεις τη μεγάλη πλατεία μόνος, προσηλωμένος σ’αυτό που κάνεις, να μη σε διακόψω.
Να μη σε ενοχλήσω.
Να μη σε φορτώσω πάλι με τους έρωτές μου.
Κι εσύ απλά να στέκεσαι να ακούς.
Ο έρωτας σκέφτομαι είναι υπέροχος.
Και το αίσθημα αυτού μοναδικό.
Μα μόνο αν είναι αμφίδρομος.
Σε κάθε άλλη περίπτωση είναι βλαβερός και επιζήμιος.
Κοστίζει.
Κι εγώ νιώθω επαίτης.
Ζητιάνος μέσ’ στην πόλη,
να ελπίζω να σηκώσεις το βλέμμα από το κινητό και να με κοιτάξεις.
Το βλέμμα σου να ‘ναι ο χρυσός μου κι ο πολυπόθητος θησαυρός μου.
Φοβάμαι ωστόσο μην είναι πλαστά και κάλπικα τα χρήματά σου.
30 αργύρια στο εκτεταμένο, βρώμικο, καχεκτικό και πεινασμένο χέρι μου.