Συντάκτρια: Δανάη Τσατσάνη
Αν μου επιτρέψετε θα σας πω μια ιστορία γκρίζα
Βέβαια είναι κάπως τραγική κι έρχεται απ’ την Ιμπίζα
Για έναν <<αντάρτη>> μας μιλά που δεν άντεχε άνθρωπο στο πλάι του
Διάβαινε μόνος τη ζωή και το ‘χε και καμάρι του
Έτσι τη ζούσε τη ζωή, πλούσιος, ωραίος μα και μόνος
Ζήλευε κάτι όμορφο; Το είχε δεκαπλάσιο κι ούτε ζημιά ούτε πόνος
Ήταν πειρατής λέγαν’ παλιά, μα έγινε, κι έμεινε με ένα μπόγο
Θάλασσες πέρασε πολλές, λένε και για λιμάνια
Ίσκιο δεν ήθελε ποτές, στον ήλιο έτρεχε πάντα
Καραβοκύρης φίνος στο σκαρί, φίνος και στο κρεβάτι
Λεηλατούσε το κύμα με ορμή, το στήθος με μεράκι
Μα ήρθε μια μέρα σκοτεινή και ο ήλιος σαν να εχάθη
Να οργανωθούν οι ναύτες φώναζε μα ούτε κι ήξερε τι έμελλε να πάθει
Ξελαρυγγιάστηκε να δίνει εντολές, το πλήρωμα να οργανώσει
Όταν ξάφνου ένα κύμα μαθές πέφτει απάνω τους να τους πλακώσει
Παραλήρημα επικράτησε κανονικό, αφορμή να τους αποτελειώσει
Ρίχτηκαν κάποιοι στο βυθό, αυτό μήπως και τους λυτρώσει
Σώπασαν όλα μονομιάς και μόν’ ο καπετάνιος εστάθη
Την τύχη του μακάρισε κι έπεσε να τους κλάψει
Ύστερα θρήνησε πολύ, ξαπόστασε λιγάκι
‘’Φίλοι μου είναι οι ζωντανοί’’ φώναξε κι έκανε όντως πράξη
Χωρίς φίλους πια δε θα τον βρεις, χωρίς παρέα μετάξι
Ψωμί θα τρώει μοναχά και θα τα βάνει όλα σε τάξη
‘’Ωχ αμάν τι έπαθα και έμαθα ο καημένος
Πως ο άνθρωπος είναι το α και το ω, η αρχή, η μέση και το τέλος’’
0