Συντάκτρια: Άννα Λαϊνά
Μήπως μεγαλώσαμε πια για Άλκη Ζέη;
Αυτό το ερώτημα στριφογυρνούσε στο μυαλό μου όταν με περίσσιο ενθουσιασμό πληροφορήθηκα την κυκλοφορία του νέου της βιβλίου. Της συγγραφέα που ταυτίζεται με τις ”αράχνες” των εφηβικών μου χρόνων και που εξαιτίας της, στα 12 μου, όταν ρωτήθηκα τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω – μόλις είχα διαβάσει τα ”Αρβυλάκια και γόβες”- είχα απαντήσει με μεγάλη σοβαρότητα ”Επαναστάτρια!” σκορπώντας το γέλιο στους παρευρισκόμενους. Αυτό σκέφτηκα και αποφάσισα να διαβάσω το ”Πόσο θα ζήσεις ακόμα,γιαγιά;”. Και καθόλου δεν το μετάνιωσα.
Η Άλκη
Η ‘Αλκη Ζέη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1923 αλλά πέρασε τα παιδικά της χρόνιας στη Σάμο την οποία δεν αμελεί να υπενθυμίζει πόσο πολύ αγάπησε. Υπήρξε εξόριστη στη Χίο εξαιτίας των πολιτικών της φρονημάτων στην κατοχή κι έπειτα έζησε στη Μόσχα ως πολιτική πρόσφυγας. Επέστρεψε στην Ελλάδα για να ξαναφύγει στο Παρίσι, όταν ξέσπασε στην πατρίδα της η Χούντα το 1967. Τα βιβλία της βρίσκουν δρόμο από τις αναμνήσεις της και μας παρουσιάζουν τα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της σύγχρονης Ελλάδος μέσα από στιγμές της προσωπικής της ζωής ή άλλες αφηγήσεις.
Η συγγραφέας μεταφέρει με το τρόπο της την δική της αλήθεια για εκείνη την εποχή-αφού η αντικειμενική αλήθεια δεν βρίσκεται πουθενά – χωρίς να έχει ως κίνητρο να επιβάλει τις πολιτικές της απόψεις. Εκείνο, όμως, που την ξεχωρίζει πιο πολύ απ’ όλα είναι το γεγονός ότι κατάφερε να μετατρέψει τα βιώματα της σε ιστορίες για έφηβους-και μη- με τρόπο που κερδίζει τις νεαρές ψυχές και δημιουργεί φλόγα, θάρρος και γενναιότητα. Δείχνει το τότε, την εποχή που οι νέοι έτρεχαν για να χτίσουν τα θεμέλια ενός καλύτερου κόσμου, στο βωμό του οποίου θυσίασαν τα καλύτερα τους χρόνια,τη νεότητα τους και το κυριότερο απ’ όλα: Την αθωότητα.
Πόσο θα ζήσεις ακόμα, γιαγιά;
Το βιβλίο δανείζεται τον τίτλο του από την ερώτηση που έκανε στη συγγραφέα η εγγονή της, η Άννα κι η οποία αποτέλεσε έναυσμα για να ρίξει μια κλεφτή μάτια στη πορεία της ζωής της, στα γεγονότα που την σημάδεψαν ανεξίτηλα, σε εκείνους που έφυγαν νωρίς κι εκείνους που ακόμη είναι εδώ. Αποτελείται από 20 σχεδόν αυτοτελείς ιστορίες σε πρώτο πρόσωπο που ξετυλίγουν τα γεγονότα όπως τα έζησε η ίδια, τις μετακινήσεις στη Ρωσία μαζί με το σύζυγό της, την εξορία στη Χίο, το Παρίσι άλλα και τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο και στο Ελληνικό. Ιστορίες βγαλμένες από μια άλλη ζωή, πάντα όμως μετατρέποντας τα βιώματα σε κάτι πιο συλλογικό, πιο καθολικό, πιο ελεύθερο. Η Άλκη μιλάει για πράγματα μεγάλα ξεκινώντας από τα μικρά, όπως ένα κίτρινο τασάκι, ένα φόρεμα από τραπεζομάντιλο, μια γόπα,και γλυκό του κουταλιού καρυδάκι. Και όλα μυρίζουν θάλασσα. Στο τέλος, μας χαρίζει και 8 δικές της αφηγήσεις ποικίλου περιεχομένου, προσθέτοντας λίγη μαγεία ακόμη.
Η Άλκη Ζέη δεν είναι γιαγιά μόνο της Άννας και του Αντουάν. Εγγόνια της είναι όλοι οι άνθρωποι-μικροί και μεγάλοι- στους οποίους δίδαξε την αγάπη για τον άνθρωπο,την πατρίδα και τη ζωή. Κυρίως, όμως, τους έμαθε ότι όσο σκληρή και αν ήταν η ζωή μαζί της, εκείνη πάντα την έκανε να φαίνεται γενναιόδωρη. Διαβάζοντας και την τελευταία σελίδα του βιβλίου κατάλαβα ότι ποτέ δεν θα είμαι αρκετά μεγάλη για την Άλκη Ζέη. Εκείνη κατάφερε να μεταφέρει την αγωνία, το φόβο και τη θλίψη που χαρακτηρίζει εκείνη την εποχή μέσα από απλές, καθημερινές ιστορίες. Ίσως ο πόλεμος δεν χρειάζεται μακροσκελείς προτάσεις και πολυσύλλαβες λέξεις για να περιγραφεί. Έτσι κι αλλιώς, παραμένει πάντα άσχημος. Χρειάζεται να παλεύουμε πάντα για κάτι καλύτερο.
0”Πολύ ωραίο πράγμα η επανάσταση! Να μην συλλογιέσαι τίποτα, να σέρνεις το χέρι σου μέσα στο νερό και να τραγουδάς έστω και λίγο παράφωνα.”