Ο χρόνος αποτελεί για τους περισσότερους από εμάς μία έννοια που λειτουργεί δεσμευτικά, σαν να μας αλυσοδένει τα χέρια και να μας φυλακίζει σε ένα νοητό κελί από το οποίο κανείς δεν πασχίζει ιδιαίτερα να ξεφύγει στην πραγματικότητα. Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται την ανικανότητά τους να δραπετεύσουν από τον χρόνο και ίσως αυτό να είναι που τους κάνει να του παραδίνονται. Ο Μπέκετ στο έργο του “Περιμένοντας τον Γκοντό”, ένα έργο με κεραίες στραμμένες προς κάθε κατεύθυνση, μάλλον δείχνει το πόσο ανίκανος είναι ο άνθρωπος να γίνει μηδενιστής. Η ανθρώπινη ύπαρξη δεν είναι μηδενιστική γιατί αν ήταν δεν θα ανέμενε τίποτα. Η ανάγκη μας να είμαστε, η ανάγκη να υπάρχουμε, η ανάγκη να αναπνέουμε είναι που γεννά την ανάγκη μας να αναμένουμε. Η στασιμότητα είναι φονική.
Κανένας δεν έρχεται, κανένας δεν φεύγει, είναι τρομερό.
Αναμονή δίχως τέλος…μα γιατί;
Η υπόθεση του έργου είναι απλή ίσως και ανύπαρκτη. Δεν υπάρχει δράση, δεν υπάρχει ροή. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν αναμένουν κάποιον κύριο Γκοντό τον οποίο πρέπει πάση θυσία να συναντήσουν. Ποτέ δεν προσδιορίζεται ποιος είναι αυτός ο Γκοντό, ποτέ δεν προσδιορίζεται ποιοι είναι ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, ποτέ δεν προσδιορίζεται από τι υλικά είναι τέλος πάντων φτιαγμένο αυτό το αλλόκοτο σύμπαν στο οποίο κατοικούν. Σύντομα στη πλοκή συνδράμουν ένας περίεργος περαστικός, ο Πότζο με τη συντροφιά του δούλου του, Λάκυ, και ένα αγόρι το οποίο ισχυρίζεται ότι το έστειλε ο Γκοντό για να παρατείνει την αναμονή των πρωταγωνιστών, καθώς ο Γκοντό δυστυχώς δεν μπορεί να έρθει.
Ο ίδιος ο Μπέκετ υποστήριζε πως αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο σε αυτό το έργο δεν είναι το ποιος είναι ο Γκοντό ή αν πρόκειται τελικά όντως να έρθει αλλά το “Περιμένοντας”. Το έργο είναι ανοιχτό σε αναρίθμητες ερμηνείες τόσο για το ποιος είναι ο Γκοντό που δεν έρχεται αλλά και για το τι συμβολίζει αυτή η αέναη αναμονή στην οποία υποβάλλονται ο Εστραγκόν και ο Βλαδίμηρος. Άλλοι βλέπουν το έργο σαν μια τραγική φάρσα, μια κλοουνερί, μια ιλαροτραγωδία στην οποία η λογική δίνει τη θέση της στον παραλογισμό και η αιχμηρή και απόλυτη γλώσσα του Μπέκετ στάζει ευφυΐα και πίκρα. Άλλοι πάλι βλέπουν το έργο σαν μια τραγωδία που θίγει τη σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, μια τραγωδία που γίνεται καθρέφτης του μοναχικού και παρακμάζοντος προσώπου του ατόμου που φλερτάρει με το θάνατο γιατί δεν μπορεί να υποστεί την ασχήμια της απουσίας ουσίας και νοήματος.
Βυθιζόμενοι στη στασιμότητα του είναι
Η παράσταση που παρακολούθησα στο Βασιλικό Θέατρο αντεπεξήλθε πλήρως στις υψηλές απαιτήσεις που θέτει το σπουδαίο έργο και παρέδωσε στην πλατεία ένα αποτέλεσμα ατόφια μπεκετικό που άφησε το έργο του συγγραφέα να ακουστεί. Η σκηνοθεσία του Γιάννη Αναστασάκη σεβάστηκε απόλυτα το έργο του Ιρλανδού συγγραφέα, το αφουγκράστηκε και άφησε την υπαρξιακή του ανησυχία να γεμίσει τη σκηνή. Το σκηνικό του Κέννυ ΜακΛέλλαν, το οποίο εκτεινόταν μέχρι και την πλατεία κλείνοντας το μάτι στον θεατή υπήρξε πολύτιμος αρωγός στην προσπάθεια του Κρατικού Θεάτρου να φέρει στη σκηνή το συγκεκριμένο έργο. Το ίδιο το σκηνικό επικοινωνούσε, μαζί φυσικά με το λόγο των ηθοποιών, την ουσία του κειμένου.
Ο Γιώργος Καύκας και ο Κωνσταντίνος Χατζησάββας περπάτησαν το σκηνικό του ΜακΛέλλαν σαν να ήταν η ίδια η ζωή που ζωγραφίζει ο Μπέκετ επί σκηνής. Μια μεγάλη ευθεία που ίσως να μην οδηγεί και πουθένα, ένας μονόδρομος που το σημείο εκκίνησης ταυτίζεται με αυτό του τερματισμού, ένα μονοπάτι περιοριστικό, στενό μα συνάμα και ακαθόριστο.
Οι ερμηνείες του Γιώργου Καύκα – Βλαδίμηρος – και του Κωνσταντίνου Χατζησάββα – Εστραγκόν – υπηρέτησαν με συνέπεια την μπεκετική λογική ενώ η κωμικότητα του Παναγιώτη Παπαϊωάννου – Πότζο- εξέπληξε ευχάριστα. Στον μικρότερο ρόλο του, ο Θανάσης Ραφτόπουλος – Λάκυ – διαχειρίστηκε με μαεστρία τα εκφραστικά του μέσα και στην υπέροχη παραληρηματικού τύπου σκηνή του ξεχώρισε. Η επιλογή του Αναστασάκη να δώσει τον ρόλο του Αγοριού στον Φούλη Μπουντούρογλου τον τιμά σαν σκηνοθέτη όχι μόνο επειδή διάλεξε έναν ικανό ηθοποιό που υπηρέτησε έντιμα τον ρόλο αλλά και επειδή είναι μια επιλογή που υποδεικνύει ευφυΐα και καλή αντίληψη του κειμένου που κλήθηκε να σκηνοθετήσει. Ο Μπουντούρογλου ενσάρκωσε το αγόρι που σε ένα δίχως χρόνο έργο όπως αυτό του Μπέκετ καλείται να δηλώσει την μόνιμη απουσία του Γκοντό, σε σημείο που το ίδιο αγόρι μεγάλωσε σε ένα σύμπαν άχρονο.

Αναμένοντας την αυλαία
Ένα ανέβασμα του Μπέκετ πάντα είναι δύσκολο στη διαχείριση. Απαιτεί όχι μόνο ταλαντούχους καλλιτέχνες να δουλέψουν σωστά με την μεγαλοφυΐα του Μπέκετ αλλά και θεατές με ευήκοα ώτα για να δεχθούν τη σκληρή μα αληθινή ματιά του απαιτητικού συγγραφέα. Αν θέλετε να δοκιμάσετε, λοιπόν, τον εαυτό σας, πηγαίνετε και εσείς στο Βασιλικό Θέατρο και ποιος ξέρει; Ίσως περιμένοντας τον Γκοντό να αφουγκραστείτε και εσείς προβληματισμούς που αφορούν την ίδια μας την ύπαρξη. Και ας μην έρθει ποτέ ο Γκοντό.
- Όλες οι φωτογραφίες αντλήθηκαν από την επίσημη ιστοσελίδα του ΚΘΒΕ.
