fbpx
BlogBookTypewriter

Οι απελπισμένες σχέσεις με τις μεγάλες κουβέντες

Συντάκτρια: Άννα Λαϊνά

Οι λέξεις έχουν τη δύναμη να σε αφήνουν σύξυλο, να περιμένεις την εξέλιξη τους, ή ακόμη, να το βάζεις στα πόδια γιατί η συνέχεια πονάει. Σε κάνουν να γυρνάς τη σελίδα με τρέμουλο στα δάχτυλα ή είναι ανιαρές, τόσο που κλείνεις το βιβλίο και ανοίγεις το ραδιόφωνο για να ακούσεις λέξεις και εκεί. Είτε σε αγγίζουν, είτε όχι.

Και κυρίως εκείνοι που βάζουν τις λέξεις σε τάξη, που τις αποδίδουν νόημα, που οι λέξεις τους είναι αυτοί και αυτοί είναι οι λέξεις τους, πιστεύω ακράδαντα ότι διαθέτουν μαγικές ιδιότητες. Σε κάνουν να γελάς και να σε κοιτάνε περίεργα οι διπλανοί σου ή να κλαις γοερά, και να πηγαίνεις ταξίδια στην άκρη της γης χωρίς να κάνεις ούτε βήμα.

Θα ψάχνω λοιπόν το ομορφότερο συνονθύλευμα αυτών των λέξεων, να γεμίσει ο τόπος αγάπη και απελπισία, θλίψη και επανάσταση, νοσταλγία και προσμονή.

Η σειρά αυτή θα αποτελέσει ένα εγκώμιο, μία ωδή στους ποιητές, στους συγγραφείς , στους ανθρώπους σκέτο, που γράψανε λόγια που όλοι αξίζει να διαβάσουμε. Έστω για μία φορά.

Ντίνος Χριστιανόπουλος

Αυτή, την πρώτη φορά, θα αφήσω εδώ ένα ποίημα από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο ή αλλιώς Κωνσταντίνου Δημητριάδη.
Γεννήθηκε το 1931 στη Θεσσαλονίκη. Τα ποιήματα του σου αφήνουν μια γεύση πικρή και συνάμα γλυκιά, ενώ ο ίδιος αυτοπροσδιορίζεται ερωτικός ποιητής που δεν εκτείνεται ωστόσο, σε όλο το φάσμα του έρωτα. Μόνο στο κομματάκι που του αναλογεί.

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν

Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν μέσα μας πιὸ πολύ,
ὅμως ἡ δική σου τρυφερότητα πόσο καιρὸ ἀκόμα θὰ βαστάξει;
Ὅ,τι μᾶς γλύκανε, τὸ ξέπλυνε ὁ χρόνος κι ἡ συναλλαγή,
ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς χαμογέλασαν βουλιάξαν σὲ βαθιὰ πηγάδια
καὶ μείναν μόνο κεῖνοι ποὺ μᾶς πλήγωσαν,
ἐκεῖνοι ποὺ ἀρνήθηκαν νὰ τοὺς ὑποταχτοῦμε.
Ἐκεῖνοι ποὺ μᾶς παίδεψαν βαραίνουν πιὸ πολύ…

(1955)

Γλυκερία Μπασδέκη

Και εδώ, πάνω στο μεγαλείο της μεταπολεμικής γενιάς ποιητών θα κάνω μια στροφή στο σύγχρονο ελληνικό ποιητικό κόσμο. Και συγκεκριμένα στη Γλυκερία Μπασδέκη.
Φιλόλογος και συγγραφέας και ποιήτρια, γεννηθείς το 1969. Αυθόρμητη, ειλικρινής, σαρκαστική, άκρως ερωτική με έναν ερωτισμό ευθύ, χωρίς μελοδραματισμούς, όπως πρέπει να είναι. Αν οι λέξεις της ήταν μουσική, θα ήταν σίγουρα heavy metal κομμάτι με αιφνίδιες εναλλαγές σε soundtrack ερωτικής ταινίας με άσχημο τέλος. Εγώ προσωπικά τρελαίνομαι.

“Είναι που ήθελα όταν έρθεις να φωταγωγήσω και τώρα το σβήνουμε για οικονομία και που αδυνατώ στην παρούσα φάση να σου χαρίσω εκείνο το προάστιο που πήγαινε με τα μάτια σου – δε βαριέσαι όμως, έτσι κι αλλιώς δική σου είναι η πόλη κι όλα τα κινητά κι ακίνητα σε υπακούουν, γιατί είσαι ο πιο όμορφος κι ο πιο τρυφερός, κι αυτά έχουν αξία. Και θα γελάμε και θα πετάμε πάνω από τα κτίρια και θα σκάει ο καπιταλισμός από την ζήλια του, που τόσα τάλαρα έσταξε και ούτε ένα θαύμα μισοτιμής δεν μπόρεσε να αγοράσει”

Και γνωρίζω ότι ουδεμία σχέση έχουν οι δυο παραπάνω καλλιτέχνες μεταξύ τους αλλά αυτό δεν είναι και το νόημα άλλωστε; Να μπορείς, όταν το χρειάζεσαι να ταξιδεύεις σε εποχές που ο έρωτας κρυβόταν στη ιστορία του παππού σου που περιγράφει -κάθε φορά,μετά το φαγητό λίγο πριν τον ύπνο- πώς έκλεψε τη γιαγιά σου γιατί ο μπαμπάς της ήταν αυστηρός και εκείνος πάμφτωχος αλλά ανέβασε μια σκάλα στο παράθυρο της γιατί την Αννούλα την αγαπούσε πολύ. Και λίγο μετά να επιστρέφεις ξανά εδώ που ο έρωτας σπανίζει και οι κόμποι κόβονται, δεν λύνονται, να ελπίζεις ότι ίσως, όσο υπάρχουν αυτοί που γράφουν για τον έρωτα εκείνος θα επιζεί.

Γιάννης Αγγελάκας

Αμφιταλαντευόμουν αν θα αποκάλυπτα από την πρώτη αυτή αναφορά στις λέξεις την κρυφή μου αδυναμία αλλά αφού οι Έλληνες έχουν την τιμητική τους σήμερα εκείνος δεν μπορεί να λείπει. Και εννοώ αυτόν που κάθε ποίημα του είναι μουσική και κάθε μουσική του, ποίημα, τον “κάτοικο της γης, τον πολίτη του σύμπαντος”, τον Γιάννη Αγγελάκα. Ναι καλά διάβασες. Τραγουδιστής, τραγουδοποιός, ποιητής και επαναστάτης από το 1959. Λίγοι γνωρίζουν ότι πέρα από την επιτυχία του ως μέλος του συγκροτήματος “Τρύπες” και αργότερα σε σόλο καριέρα, ο Γιάννης έχει γράψει κάποιες από τις πιο όμορφες λέξεις. Λίγοι και καλοί. Και όπως είπε και εκείνος “Συγγνώμη που οι λέξεις είναι λέξεις και δεν είναι σφαίρες,κραυγές γλάρων ή παιδικές μελωδίες.”

Αληθινό είναι ότι σπαταλιέται
δίχως εμφανείς λόγους
Ότι εκσφενδονίζεται στο μηδέν
δίχως ουρές και ίχνη
Ότι υπάρχει από σύμπτωση
δίχως να καυχιέται γι’ αυτό
δίχως να νοιάζεται αν θα μπορεί
για πάντα να μη καυχιέται γι’ αυτό

(Σάλια, Μισόλογα και Τρύπιοι στίχοι, 1988)


Το πιο αναγκαίο από όλα, είναι να αντιληφθούμε ότι η τέχνη απορρέει από τον άνθρωπο για να καταλήξει σε αυτόν. Ο καθείς γράφει πρώτα στον ίδιο, κρίνεται από τον ίδιο, απαντάει στα δικά του ερωτήματα.

Είναι συναρπαστική η σκέψη ότι κρατάς ανάμεσα στα χέρια σου τις πιο ενδόμυχες σκέψεις ,τις πιο κρυφές επιθυμίες ,τα πιο σοβαρά ή τα πιο ντροπιαστικά υπαρξιακά ερωτήματα ενός ατόμου που ποτέ δεν γνώρισες προσωπικά, δεν κοίταξες με τα μάτια του. Δεν σου δίνεται η δυνατότητα να παρακολουθήσεις όλη την πορεία, αλλά έρχεσαι σε επαφή με το αποτέλεσμα. Ζεις χιλιάδες ζωές καθώς η ζωή σου περνάει. Αρκεί να το θελήσεις.

1

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *