Συντάκτρια: Μαρίνα Ζιγνέλη
Φωτογραφία: Ορφέας Χωρινόπουλος
Τετάρτη απόγευμα, η ώρα 7 και διασχίζω την Τσιμισκή για να με βγάλει κάπου στην Αριστοτέλους. Εκεί με περιμένει η Νατάσα. Δώσαμε ραντεβού σε “διάσημο” σημείο, μη τυχόν και μπερδευτούμε και χαθούμε. Από εκεί κατευθυνόμαστε στο Mob, επί της Ίωνος Δραγούμη, για να βρούμε και τον Ορφέα και οι τρεις μας πια να πιούμε τον καφέ μας στο μπαλκόνι του όμορφου νεοκλασσικού.
Με μια πρώτη ματιά, η Νατάσα Εξηνταβελώνη είναι από τα πιο κουλ τυπάκια που θα γνωρίσεις ποτέ. Είναι ένα κορίτσι, που μόλις στα 27 του χρόνια έχει καταφέρει να ξεχωρίσει στον χώρο της υποκριτικής. Με ήδη πολύ σημαντικές συνεργασίες και ρόλους στο βιογραφικό της, αγαπάει τη δουλειά της – που δε τη βλέπει ακριβώς σαν δουλειά- , περνάει καλά κι αυτό βγαίνει προς τα έξω! Η Νατάσα Εξηνταβελώνη είναι σίγουρα ένας άνθρωπος που έχει πολλά πράγματα να πει. Κι εμείς κάτσαμε να την ακούσουμε προσεκτικά.
Συνέντευξη
Ε: Πώς ξεκίνησε η ενασχόληση σου με την υποκριτική;
Α: Λοιπόν, άκου να δεις! Εγώ στο σχολείο ήμουν “φυτό”. Μπορεί να μη μου φαίνεται αλλά ήμουν το παιδί του σχεδόν 20. Μέσα μου όμως δεν ήθελα να το παραδεχτώ και πολύ, αν και γυρνούσα με χαρά στο σπίτι να διαβάσω. Έτσι όταν ήρθε η ώρα στα 18 μου να διαλέξω κάτι συγκεκριμένο δυσκολεύτηκα αρκετά, γιατί πάντα κάτι δε μου κολλούσε στην οποιαδήποτε επιλογή. Πέρασα εν τέλει στο Παιδαγωγικό και η αλήθεια είναι πως αγαπώ πολύ τη σχολή μου. Έχω μπει μάλιστα και σε τάξη κανονικά να διδάξω. Κάπου εκεί, όμως, άρχισα να βλέπω και να ψάχνω τα πράγματα αλλιώς κι έτσι ξεκίνησα σεμινάρια υποκριτικής στο θέατρο Επί Κολωνώ με την Ελένη Σκότη, η οποία ήταν και δασκάλα μου αργότερα στο Εθνικό.
Όλο αυτό έγινε μέσα σε μια σφαίρα στο δικό μου το μυαλό. Δεν ήταν, ας πούμε, ότι είχα δει κάποιες παραστάσεις κι είχα πει “Α ναι, αυτό θέλω να κάνω!”. Έτσι, τον επόμενο χρόνο έδωσα και πέρασα τις εξετάσεις του Εθνικού. Μια υπερόχη μεν, αλλά απαιτητική σχολή. Ακόμη, όμως, κι εκεί, ήμουν πολύ διερευνητική. Παρακολουθούσα δηλαδή τα μαθήματα, έβλεπα τι γίνεται γύρω μου και τελικά πέρασε πολύς καιρός ώστε να πω ότι αυτό είναι που θέλω να κάνω! Κι έτσι μέχρι και σήμερα δεν έχω σταματήσει ούτε τα μαθήματα, ούτε τα σεμινάρια υποκριτικής κ.λπ.
Ε: Ποιές ήταν οι αντιδράσεις από τους γύρω σου όταν ανακοίνωσες ότι τελικά με αυτό θα ασχοληθείς;
Α: Αρχικά οι φίλοι μου, που είμαστε η ίδια παρέα από το γυμνάσιο, ήταν και είναι αρκετά ειλικρινείς μαζί μου. Δηλαδή, μεταξύ σοβαρού και αστείου μπορούμε να γίνουμε όλοι πολύ καυστικοί μεταξύ μας. Έτσι, όποτε θα δουν κάποια παράσταση μου δε θα ντραπούν να μου πουν στα ίσια και τα θετικά και τα αρνητικά σχόλια κατευθείαν. Ευτυχώς και οι γονείς μου ήταν πολύ υποστηρικτικοί και άνετοι με το όλο θέμα.
Ε: Τι ήταν αυτό που βρήκες και σε κράτησε στην υποκριτική, κι όχι σε κάποιο άλλο επάγγελμα;
Α: Νομίζω επειδή είναι κάτι που δεν θα πεις ποτέ ότι το κατέκτησες εντελώς. Τελειώνεις τη σχολή, ωστόσο δεν είσαι έτοιμος για τα πάντα. Συνεχίζεις να παρακολουθείς μαθήματα, να διαβάζεις και πάλι δεν είσαι έτοιμος για τα πάντα. Όλο αυτό σου δημιουργεί μια αίσθηση ότι ποτέ δεν είσαι επαρκής κι εμένα προσωπικά αυτό μου αρέσει! Αυτό που ίσως με ιντριγκάρει περισσότερο από όλα είναι οι πρόβες. Να είμαι μέσα σε ένα χώρο, με την ομάδα μου, να διαβάζουμε τα κείμενα, να δοκιμάζουμε διάφορα, να ιδρώνουμε και να προσπαθούμε για το καλύτερο. Πάντα κοπιάζεις και δίνεις ένα κομμάτι του εαυτού σου σε ό,τι κι αν κάνεις.
Η σκηνή έχει κάτι που με ιντριγκάρει τρελά: Τα δείχνει όλα. Έτσι, αυτόματα παθαίνεις μια κρίση αυτογνωσίας
Ε: Πώς είναι να βρίσκεσαι στο χώρο του θεάτρου, και γενικότερα της υποκριτικής, εν έτει 2018; Σε μία περίοδο δηλαδή που τα πάντα περνάνε κρίση.
Α: Μέχρι στιγμής, η αλήθεια είναι πως αισθάνομαι πολύ τυχερή, γιατί δουλεύω και κάνω αυτό που αγαπώ. Αυτό που βλέπω γενικά γύρω μου είναι ότι η τέχνη ως ένα βαθμό τροφοδοτείται από τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι καθημερινά. Δεν είμαι άνθρωπος που πιστεύει ότι η τέχνη άνθισε σε περίοδο που όλα κυλούν ομαλά – ίσως κάποιο άλλο είδος τέχνης που δε με αφορά και τόσο πολύ. Έχω κάνει παραστάσεις που χρειάστηκε να πληρώσουμε μόνοι μας τις παραγωγές, να το οργανώσουμε όλο μόνοι μας χωρίς να πάρουμε τίποτα πίσω. Αυτό που μου έμεινε όμως στο τέλος ήταν ότι είχα κάνει την τέχνη που ήθελα και μου άρεσε. Όταν μαζεύονται άνθρωποι που δεν έχουν την πολυτέλεια για πιο ευνοϊκές συνθήκες και συνεργάζονται επειδή ξέρουν ότι δουλεύουν καλά μαζί, συνήθως τα αποτελέσματα είναι πολύ όμορφα και ικανοποιητικά.
Η κρίση ωστόσο δεν επηρεάζει μόνο εμάς σαν ηθοποιούς. Όταν ξέρω ότι σε τέτοιους καιρούς δύσκολους ο οποιοσδήποτε θεατής θα δώσει από το υστέρημα του για να έρθει να δει μια παράσταση, εγώ αυτό το θεωρώ μεγάλη τιμή! Αλλά κι ένα είδους πλησίασμα ανάμεσα σε εμάς τους ηθοποιούς προς τους ανθρώπους που έχουμε μπροστά μας.
Ε: Ας πάμε στα πιο κλισέ τώρα! Τηλεόραση ή θέατρο;
Α: Εντάξει δε νομίζω ότι χωράει απάντηση στο συγκεκριμένο -γέλια-! Αλλά θα σου πω γιατί. Εγώ όταν τελείωσα το Εθνικό, είχα μια πρόταση από θεάτρο και μια από τηλέοραση και σε εκείνη τη φάση ακριβώς διάλεξα την τηλεόραση. Μου άρεσε το σενάριο που είχε γράψει ο Γιώργος Φειδάς για το “Μάνα Χ Ουρανού” και το έκανα. Δεν θα έλεγα ότι είμαι δυσαρεστημένη από την τηλεόραση, γιατί να που το ξαναέκανα! Αυτήν τη φορά στο Ταμάμ. Ωστόσο, μπορώ να σου πω ότι πλέον μου φαίνονται σαν δύο τελείως διαφορετικοί κόσμοι, δύο διαφορετικές δουλειές. Σίγουρα πιστεύω ότι οι υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να κάνουν καλή και ποιοτική τηλεόραση αρκεί βέβαια να τους ευνοούν πάντα οι συνθήκες.
Κανείς δεν είναι ισχυρότερος του περιβάλλοντος του, δουλεύεις με ό,τι έχεις κι αυτό καθορίζει το αποτέλεσμα.
Ε: Τι θα συμβούλευες κάποιον που θα σου έλεγε ότι τώρα θέλει να ασχοληθεί με το χώρο της υποκριτικής;
Α: Σίγουρα δε θα τον αποθάρρυνα! Πιστέυω ότι όποιος θέλει να το κάνει, θα το κάνει και θα το κάνει καλά! Πολλές φόρες όταν σε μια χώρα υπάρχουν συγκεκριμένες δυσκολίες και περιορισμένες θέσεις εργασίας δε σημαίνει αυτόματα ότι δε θα βρεις ποτέ δουλειά. Ίσως αδικηθείς σε κάποιο σημείο, ναι. Μπορεί να έχεις δουλέψει αρκετά και να μην αναγνωριστεί. Αλλά είμαι αισιόδοξη και πιστεύω ότι όσο κι αν αργήσεις κάποια στιγμή θα το κάνεις αυτό που αγαπάς. Για παράδειγμα, εγώ που μπήκα σε αυτό το χώρο χωρίς να έχω κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο στο τραγουδί, κ.λπ. το μυστικό που βρήκα για να γίνομαι καλύτερη είναι η δουλειά. Χρειάστηκε να κοπιάσω πάρα πολύ, να δώσω τον εαυτό μου σε αυτό. Η στενότητα ψυχής δεν είναι για τη σκηνή. Κάθε φορά εκεί πάνω αφήνεις κάτι δικό σου.
Ε: Σε ποιούς απευθύνεται τελικά το θέατρο;
Α: Το θέατρο, για μένα τουλάχιστον, φτιάχνεται για να παιχτεί μπροστά σε κόσμο. Αποκτά τα χαρακτηριστικά του επειδή υπάρχει ο θεατής από κάτω. Αν δεν υπήρχε ο θεατής, θα ήταν απλά μια πρόβα. Επομένως, δεν πιστεύω σε αυτό που λένε ότι “κάνω θέατρο απλά και μόνο για να το κάνω και δε με νοιάζει τίποτα άλλο”. Δεν πιστεύω στον ελιτισμό. Αν ένα έργο είναι καλό, θα το καταλάβει ο κόσμος. Έχω και την εμπειρία από την παράσταση που έπαιζα, “Η Αρρώστια της Νιότης”, του Δημήτρη Λάλου, όπου μέχρι και την τελευταία μέρα, την τελευταία παράσταση, κάναμε πρόβες για να το καταλάβει ο κόσμος, γιατί ήταν αντικειμενικά ένα δύσκολο έργο. Αν δε σε νοιάζει αυτό, γενικά έχασες.
Από την άλλη πλευρά, ούτε πιστεύω σε ένα θέατρο όπου κάνουμε κάτι στο βωμό του να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Πιστεύω, δηλαδή, στο πειραματικό θέατρο. Πειραματικό με την έννοια ότι αν θες να τολμήσεις κάτι, μπορείς. Έτσι, σταδιακά ίσως καταφέρεις να αλλάξεις κάποιες στάνταρ πεποιθήσεις. Άλλωστε, οι επαναστάσεις στη τέχνη δεν έγιναν ποτέ αναίμακτα.
Ε: Θεωρείς ότι υπάρχει ανταγωνισμός στο επάγγελμα σου;
Α: Χαχα πάλι θα ακουστώ λες κι είμαι από άλλο πλανήτη, αλλά πραγματικά θα σου πω τις εμπειρίες μου! Συγκεκριμένα, με την ομάδα του Δημήτρη Λάλου είμαστε πολύ αγαπημένοι. Ο Δημήτρης είναι σκηνοθέτης και ηθοποιός και για μένα αποτελεί έμπνευση. Όχι επειδή είναι φοβερός σκηνοθέτης και φοβερός ηθοποιός και δάσκαλος, αλλά επειδή είναι φοβερός άνθρωπος. Για μένα το πιο σπουδαίο μάθημα από το Δημήτρη ήταν αυτό που ξεστόμισε μια μέρα, ότι: Αν δεν είσαι “ωραίος” άνθρωπος, δε μπορείς να παίξεις “ωραίο” θέατρο!
Με τα παιδιά από τη σχολή επίσης είμαστε αγαπημένοι. Και από την τηλεόραση έκανα πολλές γνωριμίες και με όλα τα παιδιά είμαστε φίλοι ακόμα και μιλάμε κ.λπ. Και τώρα που ήρθα στη Θεσσαλονίκη στο ΚΘΒΕ, γνωρίζω ηθοποιούς και είναι όλοι υπέροχοι. Επομένως, εγώ γιατί να πιστέψω ότι υπάρχει ανταγωνισμός;
Και στη Μόμο, της Ελένης Ευθυμίου, έχω να το λέω ότι ήμασταν ομαδάρα πραγματικά! Ξέρεις τι θα πει να είσαι κάθε μέρα μαζί με 10 άτομα περίπου για 8 μήνες και μετά τις πρόβες και τις παραστάσεις να βγαίνετε για καφέδες κ.λπ; Ακόμα και σήμερα, που έχει περάσει καιρός, μιλάμε κάθε μέρα. Αυτό είναι κάτι το ανεκτίμητο!
Ε: Θα την άφηνες την Αθήνα για μια άλλη πόλη;
Α: Την αγαπάω την Αθήνα, έχω τα στέκια μου, τους φίλους μου. Αλλά είμαι παιδί της φύσης και αγαπώ τις διακοπές και τα ταξίδια. Πέρυσι φαντάσου έκανα 5 μήνες διακοπές! Έχει και η Αθήνα τις ομορφιές της, τα μέρη της, την ιστορία της που μου αρέσει πολυ. Ίσως να έμενα και σε κάποια φάση στο εξωτερικό, αν κι είναι δύσκολο για το επάγγελμα μας.
Ε: Ποια είναι τα επόμενα σχέδια σου;
Α: Προς το παρόν βρίσκομαι στη Θεσσαλονίκη για τις πρόβες για την παράσταση του Κρατικού: “Ορέστης“, σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη. Μετά επιστρέφω στην Αθήνα και από Οκτώβριο θα παίζω στην παράσταση “Περιμένοντας τον Γκοντώ” σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου, στο Χώρο. Κι επίσης, από Νοέμβρη θα παίζω και στο “Λεόντιος και Λένα”, του Γιώργου Κάτση.
Αυτά είναι για να πάρετε μια γεύση μόνο από όσα είπαμε με τη Νατάσα. Αν κάτι μου έμεινε από όλα αυτά, είναι ότι ο άνθρωπος είναι ικανός να καταφέρει πολλά σε αυτή τη ζωή, αρκεί να το θέλει. Αλλά να το θέλει πολύ. Τη Νατάσα θα τη βρείτε το καλοκαίρι στη Θεσσαλονίκη στο ΚΘΒΕ, καθώς και να γυρνάει την Ελλάδα με την περιοδεία του “Ορέστη” κάνοντας άλλο ένα όνειρο της πραγματικότητα: να παίξει για πρώτη φορά στην Επίδαυρο. Αν όμως μέχρι τότε την πετύχετε κάπου στα στενά της Θεσσαλονίκης να τριγυρνά, μη ξεχάσετε να της χαμογελάσετε, όπως χαμογελάσε κι εκείνη στη ζωή. Κι η ζωή της χαμογέλασε πίσω.
0