Συντάκτρια: Αθηνά Γιαντσίδη
21 Μαρτίου, Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Η αρχή έγινε το 1997, με πρόταση του ποιητή Μιχαήλ Μήτρα στην Εταιρεία Συγγραφέων για εορτασμό της ποίησης τη συγκεκριμένη ημέρα, στην Ελλάδα και άλλες χώρες. Η έμπνευση αυτή ακολούθησε το δρόμο της και τελικά, τον Οκτώβριο του 1999 στη Γενική Διάσκεψη της UNESCO στο Παρίσι, η Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης καθιερώθηκε και επίσημα.
Είναι κάπως ρομαντικό να μιλάμε για ποίηση σήμερα, και ίσως πάντα να ήταν. Όμως, μέσα από τον, εντελώς υπαρκτό, σίγουρα όχι αποκαρδιωτικό, δισταγμό προς τη λογοτεχνία, η ποίηση μοιάζει να βάλλεται ακόμη περισσότερο, σχεδόν ”δαιμονοποιείται”. Μάλλον γιατί αυτό που έρχεται συχνά στο μυαλό είναι η στερεότυπη εικόνα ενός μοναχικού μεσήλικα και πάνω – ποιητής και αναγνώστης- που περνά τα μοναχικά βράδια του σε μια πολυθρόνα, διαβάζοντας στο ημίφως μοναχική ποίηση. Η αλήθεια, όμως, είναι πως η ποίηση αφορά και το δημοφιλές αγόρι του σχολείου που τρομοκρατημένο ψάχνει ένα σωρό απαντήσεις για τον κόσμο και τη θέση του σε αυτόν. Ή την γυναίκα που διαστέλλει τις 24 ώρες της ημέρας για να χωρέσει δουλειά, οικογένεια και μια στάλα προσωπικής ισορροπίας. Και, φυσικά, τις χιλιάδες φωνές, που με αυτόν τον τρόπο καταγράφουν την οπτική τους για τη ζωή, τα πάθη τους, τις εμμονές τους, τις απογοητεύσεις, το τι συμβαίνει μέσα τους και έξω.
Μία από αυτές τις φωνές, μα όχι απλώς άλλη μία, είναι και ο Δημήτρης Αθηνάκης. Έχοντας στο ενεργητικό του δύο ποιητικές συλλογές (”Δωμάτιο μικρών διακοπών”, ”χωρίσεμεις”), καθώς και συμμετοχές σε συλλογικά έργα και πολλές μεταφράσεις, αλλά και δημοσιογραφική δραστηριότητα, κυκλοφόρησε το 2016 το ”λίγος χώρος για τον ξένο” (εκδόσεις Κουκουνάρι). Ο τίτλος και το εντυπωσιακό εξώφυλλο δε θα μπορούσαν να αποτελέσουν καλύτερο teaser για αυτό που ακολουθεί μέσα στις σελίδες. Θέτοντας στην υπηρεσία του ακόμη και τα σημεία στίξης –πανέξυπνα κατά τη γνώμη μου- , τους ζυγούς αριθμούς των σελίδων, τις ασπρόμαυρες καδραρισμένες φράσεις-ποιήματα που παρεμβάλλονται, δημιουργεί ένα ιδιαίτερο, προσωπικό κλίμα. Άλλοτε με τρυφερότητα και ευαισθησία, και άλλοτε με λεπτό σαρκασμό και μελαγχολικό κυνισμό, καταφέρνει να καταστήσει τον αναγνώστη κοινωνό όλων αυτών των εμπειριών, των κοινών και καθημερινών, που συχνά παραμένουν ανέκφραστες. Η αδυναμία του να βρούμε κατάλληλες λέξεις ή γενικώς, η αδυναμία.
Πώς, λοιπόν, καταφέρνει κάποιος να συνδυάσει αυτές τις λέξεις, έτσι που να μοιάζουν αβίαστες και πραγματικές, να μπαίνουν μέσα σου και να μένουν εκεί;
”Ένα βιβλίο που σβήστηκε ο «λίγος χώρος για τον ξένο» πρωτογράφτηκε ως ένα συνεχές κείμενο, σε ένα πολυθεματικό τετράδιο, ένα από κείνα τα σχολικά ― και μετά, ξαφνικά, άρχισε να σβήνεται. Γράφτηκε και σβήστηκε μέσα απ’ τις βιτρίνες των πόλεων σε δημόσιες υπηρεσίες, σε γραφεία, σε σούπερ μάρκετ, σε γκαρσονιέρες, στον δρόμο σε φανταστικά μέσα μεταφοράς «Μουσείο – Άμστερνταμ – Λόφος Στρέφη». Γράφτηκε από κάποιον που ήταν ξένος, που ανακυκλώνει την ξενότητα και που όσο περισσότερο απομακρύνεται από την πηγή του προσωπικού βιώματος, τόσο η έννοια του ξένου τού εμφανίζεται στις πολλαπλές εκφάνσεις και ποιότητές της. Αυτό (μου) συμβαίνει και αυτό (μου) συνέβη και με αυτό το βιβλίο”, μας εξηγεί.
Ο ξένος, λοιπόν. Που μέσα από τα ποιήματα αυτά μας ανοίγει τον κόσμο του, περιδιαβαίνει ανάμεσα σε διάφορους εαυτούς, μας δείχνει εικόνες της πόλης του, του άχρονου, απροσδιόριστου τόπου του και πάλι απ΄ την αρχή. Ακριβώς σαν μια σειρά απανωτά στοπ καρέ μιας ταινίας που τη βλέπεις καθώς τη φτιάχνεις. Κι ας μην έχει βρεθεί ακόμη ο τίτλος της. Όπως μας είπε και ο κύριος Αθηνάκης:
” Ο «λίγος χώρος για τον ξένο» άλλαξε πολλές φορές όνομα: «αριθμητική της μνήμης», «μαθηματικά της μνήμης»˙ μα γιατί, αναρωτήθηκα, δεν λες αυτό που σκέφτεσαι ξεκάθαρα; Αυτό που είπα τελικά ―με τον τίτλο, τη μορφή του βιβλίου, την παιγνιώδη και τόσο ειλικρινή εικαστική του διάσταση― δεν ήταν τίποτε άλλο από αυτό που μου είπε, διαβάζοντάς τo, η Τζούλια Κρίστεβα και το οποίο εγώ με τον τρόπο μου προσέλαβα και επέστρεψα:
«Δεν ανήκει σε κανέναν τόπο, σε κανέναν χρόνο, σε κανέναν έρωτα. Καταγωγή χαμένη, ρίζωμα ακατόρθωτο, μνήμη βυθισμένη, παρόν σε εκκρεμότητα. Ο χώρος του ξένου είναι το τρένο που φεύγει, το αεροπλάνο που πετά, η μετάβαση χωρίς στάση. Σημάδι αναγνώρισης κανένα. Ο χρόνος του; Ο χρόνος μιας ανάστασης, που κρατά τη θύμηση του θανάτου και των περασμένων, χωρίς όμως την αίγλη του επέκεινα. Μόνο η αίσθηση της αναβολής, του “έχω γλιτώσει”». Η σύνθεση αυτή είναι για εκείνον που είναι «ξένος μέσα στον εαυτό του», ξένος μεταξύ ξένων, σε άλλη γλώσσα και στη δική του. Για εκείνον που είναι ξένος εξ ανάγκης και τον άλλον που είναι ξένος εξ επιλογής. Και για όποιον έχει, εντέλει, απελπιστεί, υποταγμένος στην παραδοχή ότι «συνεννοούμαστε ευκολότερα με τα κλισέ».”
Φτάνουν, όμως, τα ποιητικά πονήματα στα χέρια των αναγνωστών; Και αν ναι, με τι συχνότητα; Από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες (Ακυβέρνητες Πολιτείες: Βιβλία με άρωμα καφέ!) μας απαντούν:
”Το προφανές θα ήταν να πούμε πως την αναζητούν λιγότερο απ’ ό,τι άλλες κατηγορίες, και κυρίως από τη λογοτεχνία. Η ποίηση, όμως, έχει πιο συγκεκριμένο και σταθερό κοινό, φανατικό.”
Και από προτιμήσεις; Σίγουρα κάθε αναγνώστης έχει διαφορετικές ανάγκες, άρα κάνει και διαφορετικές επιλογές, αλλά, θα υπάρχουν και ρεύματα.
” Μεγάλη προτίμηση υπάρχει προς τη γενιά του ’30: Σεφέρη, Ελύτη, Εμπειρίκο, Σαχτούρη, ενώ, κάποιοι πιο ‘’διαβασμένοι’’ επιλέγουν και Καρυωτάκη, αναγνωρίζοντας το έργο του ως τη μήτρα της γενιάς του ’30. Υπάρχουν, βέβαια, και οι πιο πολιτικοποιημένοι αναγνώστες που στρέφονται προς αυτό που ονομάζουμε στρατευμένη ποίηση: Ρίτσο, Αναγνωστάκη, Νερούδα , Μπρεχτ. Από ξένους, πάντα υπάρχει προτίμηση προς τους Καταραμένους: Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Βερλαίν, και ιδιαίτερα από μικρότερες ηλικίες.”
Μετά τη σύντομη, μα ενδιαφέρουσα, κουβέντα μας, τα συμπεράσματα μάλλον αναμενόμενα. Θα έπρεπε, όμως, να αναρωτηθούμε και γιατί το κοινό αυτό είναι, αν και φανατικό, πιθανόν πιο περιορισμένο. Μια σκληρή προσέγγιση θα ήταν πως μαθαίνουμε να αποστρεφόμαστε την ποίηση. Ήδη από το σχολείο, τα παιδιά αποκτούν μια παράξενη σχέση με την ποίηση, που αν δεν είναι απέχθεια, είναι σίγουρα ανία και αμηχανία. Ρωτήσαμε σχετικά τον κύριο Πανταζή Μητελούδη, φιλόλογο του 1ου ΓΕΛ Συκεών:
”Μια πονεμένη ιστορία για πάρα πολλά χρόνια και για πάρα πολλούς λόγους. Αν διακινδύνευα το ερώτημα «Ποια είναι τα αποτελέσματα της διδασκαλίας της ποίησης στη Δευτεροβάθμια και ειδικότερα στο Λύκειο;», δε θα έπεφτα από τα σύννεφα αν η απάντηση ήταν: «να μισήσουν οι μαθητές την ποίηση – και γενικά τη λογοτεχνία – δια παντός»… Ίσως να υπάρχουν και εξαιρέσεις. Σίγουρα, αλλά αυτές μάλλον επιβεβαιώνουν τον κανόνα και μάλλον οφείλονται σε εμπνευσμένους φιλολόγους που κατάφεραν να εμπνεύσουν και τους μαθητές τους.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Δε χρειάζεται να αναλύσουμε εδώ όλους τους παράγοντες και τις κακοδαιμονίες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Αρκεί να θυμηθούμε τον τρόπο που εξεταζόταν το μάθημα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στις πανελλαδικές εξετάσεις μέχρι πρότινος. Μαθητές καταδικασμένοι να αποστηθίσουν (!) κατεβατά από αναλύσεις, ερμηνείες, διάφορες προσεγγίσεις κατακρεουργημένων λογοτεχνικών κειμένων σε σημείο που να βλαστημούν την ώρα και τη στιγμή που ο Καβάφης έγραψε τα ποιήματά του κι αυτοί βασανίζονται εξαιτίας του…”
Όσο και αν μας αρέσει να απαριθμούμε προβλήματα, πάντα η πιο δύσκολη ελπίδα κρύβεται στις λύσεις. Προτάσεις, όπως, επισημαίνει ο κύριος Μητελούδης, υπάρχουν:
- Βασικός στόχος πρέπει να είναι η ανάγνωση. Θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος εάν ως αποτέλεσμα της διδασκαλίας οι μαθητές θα ήθελαν να διαβάσουν ποίηση.
- Η διδασκαλία της ποίησης – της λογοτεχνίας γενικότερα – πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Η ποίηση είναι γλώσσα και μάλιστα στην ύψιστη μορφή της. Άρα, πολύ βασικός στόχος είναι να αισθανθούν οι μαθητές πώς η ποιητική γλώσσα προσεγγίζει διάφορα θέματα από μια άλλη οπτική, πώς απεικονίζει και ερμηνεύει την πραγματικότητα διαφορετικά και πιο ωραία από άλλα είδη κειμένων, πώς μας συγκινεί κ.ο.κ. Δηλαδή, ότι η ποίηση είναι μέσα στη δική μας καθημερινότητα και όχι κάπου αλλού ‘’στους κόσμους των ποιητών’’.
- Οι διδακτικές μέθοδοι αναμφίβολα θα πρέπει να είναι βιωματικές και κειμενοκεντρικές. Μας ενδιαφέρει η αναγνωστική «περιπέτεια» του ίδιου του μαθητή. Η δική του αναγνωστική εμπειρία. Το ταξίδι που το κείμενο του προτείνει και ο τρόπος που εκείνος το αξιοποιεί μόνος ή με παρέα… κι εδώ μπαίνει η ομαδοσυνεργατική μορφή διδασκαλίας, η ερευνητική προσέγγιση στη διδασκαλία της ποίησης με τη μέθοδο project κ.ά.
- Η σύνδεση της ποίησης με άλλες τέχνες. Προσωπικά, εδώ και πολλά χρόνια, υλοποιώ ένα πρόγραμμα με τίτλο « Rock και Λογοτεχνία». Ένα θέμα που με συναρπάζει και νομίζω πως ανοίγει άλλους ορίζοντες. Συνειδητοποιούν οι μαθητές ότι η ποίηση βρίσκεται στις μουσικές που ακούνε καθημερινά, παντού γύρω τους. Ότι αγαπημένα τραγούδια με τα οποία διασκεδάζουμε, προβληματιζόμαστε, ξεσπάμε, ερωτευόμαστε ή χορεύουμε μπορεί να είναι δείγματα υψηλής ποίησης – νομίζω ότι όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται στο σκεπτικό της βράβευσης του Bob Dylan με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας…
Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να τονίσουμε ότι το τελευταίο πρόγραμμα σπουδών για τη διδασκαλία της Λογοτεχνίας στην Α΄ Λυκείου, κινείται σε πολύ καλές κατευθύνσεις, καθώς βασίζεται στις παραπάνω αρχές δίνοντας την ελευθερία στον διδάσκοντα και τους μαθητές του να επιλέγουν τα κείμενά τους, προτείνοντας σύγχρονες μεθόδους διδασκαλίας, υποστηρίζοντας την κειμενοκεντρική προσέγγιση, προβλέποντας την αξιολόγηση με αδίδακτα κείμενα κ.ά. Το κατά πόσο όμως όλα αυτά εφαρμόζονται στη διδακτική πράξη, είναι άλλο θέμα που έχει να κάνει με τις τρομερές αγκυλώσεις του ελληνικού σχολείου αλλά και πολλών φιλολόγων.”
Οι επίλογοι πάντα με δυσκόλευαν, όσο αναγκαίοι και αν είναι στα κείμενα και τις ζωές μας. Άλλωστε, σε ένα τέτοιο θέμα δε χωρά επ ουδενί επίλογος. Γι’ αυτό, αντί για περισσότερες λέξεις, θα παραθέσω απλώς την τόσο λιτά όμορφη και επώδυνα αληθινή ματιά του Νίκου Αλέξη Ασλάνογλου:
*Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή
το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής
η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει.
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε
δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη.
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση
κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη.
(Νοσοκομείο εκστρατείας, 1972)
Και κάπως έτσι, έστω και ελάχιστα, έστω κι αν δεν φαίνεται, ίσως και να την αλλάζει.