Συντάκτης: Κυνηγόπουλος Ιορδάνης
Ένα ωραιότατο φεγγάρι του Νοέμβρη, δίχως αρκετό κρύο αλλά και δίχως την απαραίτητη διάθεση για ένα κρασάκι σε κάποιο εκμοντερνισμένο μαγαζάκι, κατέληξα να πάω τελικά για ταινία. Δεν είχα παρακολουθήσει πολλά σχετικά με το ποιές ταινίες παίζονταν εκείνη την περίοδο, ούτε είχα παρακολουθήσει κάποιο τρεϊλεράκι. Ήξερα όμως πως ήταν στις οθόνες το Inferno με τον Tom Hanks. Τέλεια, συλλογίστικα. Είναι σίκουελ του ”Angels and Demons”, ο Tom θα κυνηγάει τυπάδες με εκκλησιαστικές ψαλμωδίες στο background, (ή μάλλον, οι τυπάδες θα κυνηγάνε τον Tom), και ένα κουβάρι με πλεκτάνες, σκάνδαλα και ψυχρές δολοφονίες θα ξετυλίγεται μπροστά μας. Παίζει και αυτή η Felicity Jones, καιρός λοιπόν να τη ξαναδούμε σε κάποιον ρόλο. Οπότε, αν αγαπάς Tom Hanks και τις γκριμάτσες που κάνει το μέτωπό του όταν συνοφρυώνεται, αν λατρεύεις ταινίες που μπλέκουν την θρησκεία και εξελίσσουν απίθανα σενάρια με αγίους, κληρικούς και πιστούς σε όλο τον κόσμο, αν σου αρέσουν ταινίες με έντονο σασπένς και την παρουσία της Jones στο πλάνο, καλύτερα να αλλάξεις άρθρο. Γιατί αυτό το άρθρο μιλάει για την άλλη φετινή ταινία που κατέληξα να δω. Που δεν έγινε αρκετός ντόρος, ούτε προκάλεσε κάποια ιδιαίτερη ταραχή, αν και πριν λίγες μόλις μέρες προβλήθηκε στις ΗΠΑ. Που έμελλε να με κάνει να ξεχάσω το πόσο ήθελα να δω το Inferno, σχεδόν από την αρχή της. Τίτλος της στα ελληνικά; 7 Λεπτά μετά τα μεσάνυχτα. Τίτλος στα ”εγγλέζικα” ; A Monster Calls.
Α και που ‘σαι; Τελικά μείνε. Η Jones παίζει και εδώ.
Πλοκή
Κατά βάση, η ταινία είναι πικρή. Βασισμένη στο βιβλίο του Patrick Ness, το ”A Monster Calls”, περιγράφει τη συννεφιασμένη και άχρωμη ζωή του μικρού Conor O’Malley (Lewis MacDougall), που στα δεκατρία του, ο κόσμος θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερος για αυτόν. Παιδί χωρισμένων γονέων, πηγαίνει στο σχολείο της κοινότητας και έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με μικρές και επαναλαμβανόμενες δόσεις bulling, από μια τριμελή παρέα συνομήλικων παιδιών. Ο Conor, δεν είναι από εκείνους που θα υπερασπιστεί τον εαυτό του. Η μητέρα του (Felicity Jones), αντιμέτωπη μια την ανίατη νόσο, αποτελεί τη μόνη πηγή φωτός στη ζωή του, αφού ο σκηνοθέτης βρίσκει κάθε ευκαιρία να μας δείξει πόσο ζεσταίνει η καρδιά του, στο κατά τα άλλα σκυθρωπό και μουντό περιβάλλον του Ηνωμένου Βασιλείου, όταν βρίσκεται κοντά της. Στα έξτρα, η γιαγιά του Conor (Sigourney Weaver, ναι αυτή από το Alien), δεν έχει την καλύτερη σχέση που θα είχε μια συνηθισμένη γιαγιά με το εγγόνι της. Όλα λοιπόν μοιάζουν άσχημα και μάταια, μέχρι που…
Ένα βράδυ στις, 12.07 ακριβώς, και εδώ είναι που ο τίτλος παίρνει σάρκα και οστά, ο ταλαντούχος ζωγράφος Conor, ενώ ζωγραφίζει στο γραφείο του, δέχεται την επίσκεψη του ”τέρατος” στο παράθυρό του. Το τέρας (Liam Neeson), του εξηγεί πως ο ίδιος το κάλεσε, και τώρα ήρθε για να τον βοηθήσει. Από όλους, από όλα, από τα πάντα. Θα του πει τρεις ιστορίες, με το πέρας τριών βραδιών, και τότε, το τελευταίο βράδυ, ο Conor θα πρέπει να πει ο ίδιος την δική του ιστορία. Για να μπορέσει επιτέλους να ηρεμήσει, να μην πονάει άλλο. Γίνεται όμως;
Συμπεράσματα
Στα της ταινίας η ερμηνεία του MacDougall είναι εξαιρετική. Πάντα με εντυπωσίαζαν παιδιά τα οποία έχουν την ικανότητα να παίζουν ρόλους κόντρα της παιδικότητας που χαρακτηρίζει αυτές τις ηλικίες. Εστιάζοντας σε αυτόν λοιπόν και στον Neeson ως κύριους πρωταγωνιστές, χωρίς να αδικήσουμε την Jones και την Sigourney, ομολογώ πως οι διάλογοι με παρέσερναν. Δεν είναι ότι η όλοι στιχομυθία ξεχειλίζει ποίηση (γιατί είμαστε και εναλλακτικοί πώς να το κάνουμε, μας αρέσουν αυτά), αλλά η εναλλαγή της παιδικής φωνής με την ανατριχιαστική ελαφρώς επεξεργασμένη χροιά της φωνής του Neeson, ως τέρας (καλύτερη χροιά μόνο ο Smaug, από το Hobbit), πρoσέδιδαν έναν αέρα διαφορετικό.
Η φωτογραφία της ταινίας είναι κυρίως σκοτεινή και άγρια, τα βράδια μοιάζουν σαν ένας άλλος κόσμος που σε παρακινεί να θες να έρθει πιο νωρίς, αφήνοντας την ημέρα πίσω σου, ταυτίζοντας σε με τον Conor και τα προβλήματά του. Τα ιδιαίτερα γραφικά κατά την διάρκεια των αφηγήσεων των ιστοριών από το τέρας σε συνδυασμό με τον Neeson φυσικά σε ρόλο αφηγητή, είναι μαγευτικά, με έναν γρήγορο ειρμό που σε συναρπάζει και με σημαντικά όμορφα μηνύματα που περνάν στο υποσυνείδητο σου, χωρίς να το καταλαβαίνεις. Οι σκηνές που θα προσπαθήσουν να σε κάνουν να συγκινηθείς είναι πολλές. Μα πολλές. Όμως στο βάθος, υπάρχει πάντα μια μικρή ελπίδα στην ατμόσφαιρα για ένα τέλος χαρούμενο. Αυτό στο εμπνέει έντονα και η μουσική, όπου από ένα ταγκό ήρεμης και μυστηριώδους νότας, η αλλαγή σε βιολιά με έντονο και ζωηρό τέμπο, σε προδιαθέτουν να κοιτάξεις τα πράγματα από την σκοπιά του μικρού αγοριού. Θα υπάρχει πάντα η ελπίδα για κάτι καλύτερο; Αξίζει να την περιμένεις; Αξίζει να παλέψεις για αυτήν;
Εν κατακλείδι
Η ταινία μπορεί να εστιάζει στον ονειρώδη κόσμο που επρόκειτο να ζήσει ο Conor, παραμένουν όμως ξεκάθαρα τα ζητήματα τα οποία αντιμετωπίζουν πολλά παιδιά του σήμερα. Με έμφαση όμως στο πόσο πολύ αγαπάει μία μητέρα το μικρό της αγοράκι, περνάει ένα γλυκό μήνυμα στον θεατή και ένα μικρό κομμάτι του κοινού το υπερταυτίζει με τον μικρό Conor. Μπορεί άραγε ένας μικρός άνθρωπος που αντιμετωπίζει το σκληρό πρόσωπο της ζωής και το πιο άδικο προφίλ της μοίρας να ανταπεξέλθει; Είναι δυνατόν να βρεις τη δύναμη που χρειάζεται για να συγχωρέσεις, να αγαπήσεις εκ νέου και να ζήσεις κάποιον που σε ”πρόδωσε”; Ακόμη δεν έχει τύχει να δω το Inferno, χαίρομαι όμως που εκείνο το βράδυ του Νοέμβρη επέλεξα τελικά το ”7 λεπτά μετά τα μεσάνυχτα”. Αν αποφασίσετε να δείτε λοιπόν τη συγκεκριμένη ταινία, ετοιμαστείτε για έντονα συναισθήματα. Και δεν πειράζει αν τα μάτια μας κάποιες στιγμές πλημμυρίζουν. Εξάλλου όπως αναφέρεται εύστοχα στην ταινία…
”Πάντα η ζωή, είναι στα μάτια”
Υ.Γ. Τη στιγμή που θα δεις το παρακάτω πλάνο στην οθόνη σου…ετοιμάσου για κάτι συναρπαστικό. Θα καταλάβεις…
.